Μια νέα έκθεση του ΟΟΣΑ ρίχνει φως σε ένα φαινόμενο που δεν φαίνεται πάντα στην επιφάνεια αλλά επηρεάζει βαθιά την κοινωνία και την οικονομία: τη μοναξιά. Παράδοξα, η Ελλάδα καταγράφει από τα υψηλότερα επίπεδα μοναξιάς στην Ευρώπη, με περίπου 16% των πολιτών να νιώθουν απομονωμένοι τις περισσότερες ή όλες τις ώρες του μήνα.
Η μοναξιά δεν είναι απλώς ένα συναισθηματικό ζήτημα. Η έλλειψη κοινωνικών δεσμών συνδέεται με αυξημένη πρόωρη θνησιμότητα, ψυχικές και σωματικές παθήσεις, μειωμένη απόδοση στην εργασία και μεγαλύτερη πιθανότητα ανεργίας. Οι άνθρωποι που έχουν υποστηρικτικές σχέσεις με συναδέλφους, φίλους ή οικογένεια αναφέρουν καλύτερη υγεία, μεγαλύτερη ικανοποίηση και δημιουργικότητα.
Η πανδημία του Covid-19 λειτούργησε ως επιταχυντής για τη μοναξιά, ιδιαίτερα για νέους και άνδρες, δύο ομάδες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν λιγότερο ευάλωτες. Στην Ελλάδα, ενώ οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν ισχυροί, η έλλειψη καθημερινών επαφών και η κοινωνική απομόνωση ενισχύονται από τη φτώχεια, την ανεργία και τη ζωή σε μονομελή νοικοκυριά. Οι νέοι ηλικίας 16 έως 24 ετών ανέφεραν αυξανόμενη απογοήτευση για τις σχέσεις τους και μειωμένη κοινωνική υποστήριξη, ενώ οι ηλικιωμένοι βιώνουν την πιο έντονη απομόνωση.
Η διεθνής κοινότητα αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη σημασία των κοινωνικών σχέσεων ως δημόσιο αγαθό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία έχουν θεσπιστεί υπουργοί μοναξιάς, ενώ ευρωπαϊκές χώρες εισάγουν εθνικές στρατηγικές. Στην Ελλάδα, οι τοπικές πρωτοβουλίες όπως «Βοήθεια στο Σπίτι», «Κανένας Μόνος» και «Φίλοι σε Κάθε Ηλικία» προσπαθούν να γεφυρώσουν το κενό, με περιορισμένη όμως εμβέλεια.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η μοναξιά δεν είναι προσωπική αδυναμία. Είναι κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα που απαιτεί συστηματικές πολιτικές και επενδύσεις σε κοινωνικές υποδομές, φυσικούς και ψηφιακούς χώρους επικοινωνίας. Γιατί σε έναν κόσμο που συνδέεται περισσότερο από ποτέ μέσω της τεχνολογίας, η έλλειψη αληθινής σύνδεσης κοστίζει πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόμαστε.
