Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε σε σημαντικές αποφάσεις που διαμορφώνουν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα κλιματικής πολιτικής και εταιρικής βιωσιμότητας. Από τη μια, εγκρίθηκε νέος δεσμευτικός στόχος για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ανοίγοντας τον δρόμο για την ενσωμάτωσή του στη νομοθεσία της Ε.Ε. Από την άλλη, ψηφίστηκαν δραστικές περικοπές στις απαιτήσεις αναφορών βιωσιμότητας και due diligence για τις επιχειρήσεις, περιορίζοντας τον αριθμό των εταιρειών που υπάγονται στις Οδηγίες CSRD και CSDDD και καταργώντας την υποχρέωση εκπόνησης σχεδίων μετάβασης για το κλίμα.
Η απόφαση για μείωση εκπομπών αποτελεί αποτέλεσμα δύσκολων διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού ανάμεσα στις φιλοδοξίες των επιστημόνων και τις πολιτικές ισορροπίες των κρατών-μελών. Προβλέπει ότι έως και το 5% των μειώσεων μπορεί να προέρχεται από αγορές αντισταθμιστικών πιστώσεων άνθρακα, δηλαδή επενδύσεις σε προγράμματα μείωσης εκπομπών εκτός Ε.Ε. Παρά τις αντιδράσεις ειδικών που ζητούσαν καθαρές μειώσεις χωρίς αντισταθμίσεις για να επιτευχθεί ο στόχος περιορισμού της υπερθέρμανσης στους 1,5°C, το σχέδιο χαρακτηρίζεται πιο φιλόδοξο από τις δεσμεύσεις άλλων μεγάλων οικονομιών, όπως η Κίνα, και εγκρίθηκε με 379 ψήφους υπέρ, 248 κατά και 10 αποχές.
Ταυτόχρονα, οι αλλαγές στη νομοθεσία για τις επιχειρήσεις περιορίζουν τις απαιτήσεις αναφορών βιωσιμότητας. Οι εταιρείες που υπάγονται στην CSRD πλέον περιλαμβάνουν όσες έχουν τουλάχιστον 1.750 εργαζόμενους και έσοδα 450 εκατ. ευρώ, ενώ στην CSDDD μόνο οι μεγαλύτερες με 5.000 εργαζόμενους και έσοδα άνω των 1,5 δισ. ευρώ. Οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν θα δεσμεύονται να παρέχουν εκτεταμένες πληροφορίες, ενώ οι διαδικασίες due diligence θα βασίζονται κυρίως σε ήδη διαθέσιμα δεδομένα, με επιπλέον αιτήματα μόνο ως έσχατη λύση. Επιπλέον, καταργείται η υποχρέωση εκπόνησης σχεδίων μετάβασης σύμφωνα με τη Συμφωνία του Παρισιού, ενώ η ευθύνη για τυχόν παραβάσεις μεταφέρεται σε εθνικό επίπεδο.
Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από ομάδες βιώσιμων επενδύσεων, με επικριτές να επισημαίνουν ότι η μείωση των απαιτήσεων ακυρώνει μέρος της προσπάθειας για βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Παράλληλα, η δυνατότητα αγοράς ξένων πιστώσεων άνθρακα παραμένει αμφιλεγόμενη, καθώς πολλοί ειδικοί αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά τους στην επίτευξη πραγματικών μειώσεων εκπομπών.
Οι αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε ένα δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον, με αυξημένες αμυντικές δαπάνες, εμπορικές εντάσεις και πιέσεις από βιομηχανικούς κλάδους. Παρ’ όλα αυτά, η έγκριση του νέου στόχου και η αναθεώρηση των απαιτήσεων βιωσιμότητας σηματοδοτούν την προσπάθεια της Ε.Ε. να συνδυάσει κλιματική ουδετερότητα και επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα, προωθώντας παράλληλα τη θέση της ως παγκόσμιου ηγέτη στη δράση για το κλίμα.
