Όταν μιλάμε για «φούσκες» στην τεχνολογία, συχνά φανταζόμαστε κάτι καταστροφικό: εταιρείες που καταρρέουν, επενδυτές που χάνουν τα πάντα, μια ξαφνική κατάρρευση μετά από χρόνια υπερβολής. Όμως, στην πραγματικότητα, μια φούσκα δεν είναι απαραίτητα συνώνυμη με την καταστροφή. Είναι απλώς ένα στοίχημα που αποδείχθηκε υπερβολικά μεγάλο — μια υπερεκτίμηση της ζήτησης, μια προσφορά που δεν βρήκε ποτέ τον αγοραστή της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα πάνε χαμένα. Απλώς ότι, κάπου στη διαδρομή, κάποιος μέτρησε λάθος. Και αυτό είναι συνηθισμένο — ειδικά όταν μιλάμε για την τεχνητή νοημοσύνη.
Το παράδοξο με τη λεγόμενη «φούσκα» του AI είναι ότι κινείται σε δύο εντελώς διαφορετικούς χρόνους. Από τη μία, η ανάπτυξη του λογισμικού προχωρά με καταιγιστικούς ρυθμούς, από την άλλη, η υποδομή που χρειάζεται για να τη στηρίξει —τα data centers, η ενέργεια, τα δίκτυα— προχωρά με τον αργό, σταθερό βηματισμό του υλικού κόσμου.
Ένα data center χρειάζεται χρόνια για να χτιστεί. Και μέσα σε αυτά τα χρόνια, πολλά μπορούν να αλλάξουν: οι αλγόριθμοι εξελίσσονται, η αγορά μετατοπίζεται, οι ανάγκες επαναπροσδιορίζονται. Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα πόση «υπολογιστική δύναμη» θα χρειάζεται πραγματικά η αγορά το 2028 — ούτε πώς ακριβώς θα τη χρησιμοποιεί. Μπορεί να έχουμε κάνει τεράστιες προόδους στην αποδοτικότητα, στην κατανάλωση ενέργειας ή στα ίδια τα chips. Ή μπορεί και όχι.
Κι όμως, τα στοιχήματα πέφτουν βροχή. Η Oracle έχει αντλήσει 18 δισεκατομμύρια δολάρια για ένα τεράστιο συγκρότημα data centers στο Νέο Μεξικό, ενώ έχει ήδη συμβόλαια ύψους 300 δισεκατομμυρίων με την OpenAI. Μαζί με τη SoftBank σχεδιάζουν να επενδύσουν συνολικά μισό τρισεκατομμύριο δολάρια στο έργο “Stargate”. Την ίδια στιγμή, η Meta δηλώνει έτοιμη να ξοδέψει 600 δισ. μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Ο αριθμός είναι τόσο μεγάλος που χάνει το νόημά του.
Το ερώτημα είναι: υπάρχει πραγματική ανάγκη για όλα αυτά;
Μια πρόσφατη έρευνα της McKinsey έδειξε πως σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη με κάποιο τρόπο. Όμως, λίγες την έχουν εντάξει ουσιαστικά στη λειτουργία τους. Οι περισσότερες πειραματίζονται, δοκιμάζουν, περιμένουν. Αν λοιπόν ποντάρεις σε αυτές για να γεμίσεις τα data centers σου, μπορεί να χρειαστεί να περιμένεις περισσότερο απ’ όσο νομίζεις.
Κι έπειτα υπάρχουν τα πιο «γήινα» προβλήματα. Ο Satya Nadella της Microsoft είπε πρόσφατα ότι φοβάται περισσότερο μην ξεμείνει από διαθέσιμα κτίρια για data centers, παρά από chips. «Δεν είναι ότι μας λείπουν τα τσιπ», είπε. «Δεν έχουμε αρκετά έτοιμα κελύφη για να τα τοποθετήσουμε.» Παράλληλα, αρκετά data centers μένουν ανενεργά επειδή δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές απαιτήσεις των νέων γενιών επεξεργαστών.
Με άλλα λόγια, ενώ η τεχνολογία του AI τρέχει στο μέλλον, ο κόσμος γύρω της —η ενέργεια, τα δίκτυα, οι πόλεις— εξακολουθεί να κινείται με τον ρυθμό του παρόντος. Κι εκεί, ανάμεσα στους δύο αυτούς χρόνους, γεννιούνται τα πραγματικά ρίσκα.
Ίσως, τελικά, η φούσκα να μην είναι το τέλος του παιχνιδιού, αλλά μέρος του κύκλου. Μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος δεν κινείται ποτέ σε ευθεία γραμμή. Και ότι κάθε μεγάλη ιδέα, πριν γίνει κανονικότητα, περνά πρώτα από τη φάση του υπερενθουσιασμού.
Το ζητούμενο δεν είναι να αποφύγουμε τη φούσκα. Είναι να τη διαχειριστούμε έξυπνα — ώστε όταν ξεφουσκώσει, να αφήσει πίσω της κάτι πραγματικό.
