Σε συνέχεια του πρόσφατου άρθρου για τη φιλαναγνωσία (εδώ), προστίθενται τα ακόλουθα:
Σε χώρες με καλύτερη παιδεία και -κατά συνέπεια- υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, είναι συχνή η εικόνα ανθρώπων που διαβάζουν βιβλία ή εφημερίδες (υπάρχουν ακόμη σε πείσμα των καιρών) σε μέσα μαζικής μεταφοράς. Στην Ελλάδα αυτή η παρήγορη, ωραία και ελπιδοφόρα εικόνα, έχει αφαιρεθεί σχεδόν ανεπιστρεπτί.
Σε αίθουσες αναμονής και σε μέσα μεταφοράς, βλέπει κανείς μια δυστοπική πραγματικότητα μιας κοινωνίας ανθρώπων-μονάδων χωρίς σύζευξη, που καθένας μόνος κοιτάζει διαρκώς μια οθόνη. Αλγεινή εντύπωση, σχεδόν τρόμο, προκαλεί στον γράφοντα η εικόνα ενός μεγάλου ποσοστού ταξιδιωτών, που επί έξι ώρες σχεδόν δεν σηκώνουν τα μάτια τους από τα κινητά τους στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη! Και ας μη σπεύσουν κάποιοι να πουν ότι «μπορεί να διαβάζουν βιβλία», γιατί όπως έλεγαν και οι Λατίνοι «primum vivere, deinde scribere» (πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε). Κι εμείς το βιώνουμε πριν το γράψουμε.
Θα ήταν ωραία αν οι άνθρωποι αντί για οθόνες κοίταζαν σε βιβλία ή τους συνδαιτυμόνες τους (δείτε εδώ). Αλλά αυτή είναι πλέον μια… ρομαντική, αναχρονιστική άποψη.
Συνδέουμε όσα γράφουμε εδώ, με όσα γράφαμε στο πρώτο άρθρο, με γέφυρα τον αείμνηστο Βασίλη Ραφαηλίδη και τη «χειρουργική» πένα του: «Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. Έτσι, το διάβασμα στις περισσότερες περιπτώσεις έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική (…) Αναγνώστες είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γίνουν άνθρωποι. Οι υπόλοιποι είναι απλώς γεννημένοι άνθρωποι και ως εκ τούτου παντελώς ανίκανοι -όπως και τα ζώα- και για τη διαδικασία του διαβάσματος και για την πράξη της ανάγνωσης».
