Η Αττική αντιμετωπίζει σήμερα τη σοβαρότερη κρίση λειψυδρίας των τελευταίων τριάντα ετών, καθώς οι δύο βασικοί ταμιευτήρες που υδροδοτούν την πρωτεύουσα, ο Μόρνος και η Υλίκη, εμφανίζουν δραματική μείωση των αποθεμάτων τους. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο Μόρνος έχει χάσει πάνω από το 40% του νερού του μέσα σε δύο χρόνια, με την επιφάνεια της λίμνης να έχει σχεδόν υποδιπλασιαστεί, ενώ στην Υλίκη, η πτώση της στάθμης του νερού έφτασε το 40% μέσα σε μόλις έναν χρόνο. Η κατάσταση έχει οδηγήσει την κυβέρνηση στην ενεργοποίηση καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και στον σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για την εξασφάλιση επάρκειας νερού στο λεκανοπέδιο για τις επόμενες δεκαετίες.
Κεντρικό στοιχείο του σχεδίου είναι το έργο «Εύρυτος», που προβλέπει τη μεταφορά πλεονάζοντος νερού από περιοχές με υψηλή βροχόπτωση, όπως η λίμνη Κρεμαστών, ενισχύοντας τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Παράλληλα, μικρότερα έργα στοχεύουν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του δικτύου και στον εκσυγχρονισμό των υποδομών. Η ΕΥΔΑΠ προγραμματίζει επενδύσεις ύψους 2,5 δισ. ευρώ σε «έξυπνα» δίκτυα, συστήματα τηλεμετρίας, έλεγχο διαρροών και έργα επαναχρησιμοποίησης νερού, με στόχο τη μετάβαση σε ένα πιο αποδοτικό, ψηφιακά ελεγχόμενο σύστημα υδροδότησης.
Η κρίση, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζεται μόνο με έργα υποδομών. Η συμμετοχή των πολιτών είναι καθοριστική, καθώς η αλόγιστη κατανάλωση μπορεί να ακυρώσει ακόμη και τις μεγαλύτερες προσπάθειες. Οι ειδικοί συγκρίνουν την τρέχουσα κατάσταση με την κρίση του 1988-1994 και υπογραμμίζουν ότι το πρόβλημα επιδεινώνεται από την κλιματική αλλαγή, με μειωμένες βροχοπτώσεις και μειωμένη χιονόπτωση στα ορεινά, γεγονός που περιορίζει την αναπλήρωση των ταμιευτήρων. Οι πρόσφατες έντονες βροχοπτώσεις δεν αντισταθμίζουν την παρατεταμένη ξηρασία, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του νερού καταλήγει στη θάλασσα.
Η Ελλάδα δεν είναι μοναδική σε αυτή την πρόκληση. Η Κύπρος χρειάστηκε το 2008 να μεταφέρει νερό με δεξαμενόπλοια, ενώ η νότια Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία εφαρμόζουν μέτρα περιορισμού κατανάλωσης και επενδύσεις σε νέες υποδομές. Αντίθετα, στο Ιράν η καθυστερημένη αντίδραση έχει οδηγήσει σε ακραίες λύσεις, όπως η επιβολή δελτίου νερού και συζητήσεις για εγκατάλειψη της πρωτεύουσας Τεχεράνης.
Η λειψυδρία είναι αποτέλεσμα φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, από την κλιματική αλλαγή και την υπεράντληση των υδροφόρων οριζόντων μέχρι την αστική επέκταση και τις υδατοβόρες γεωργικές καλλιέργειες. Στην Ελλάδα, περιοχές όπως η Κρήτη, οι Κυκλάδες, η Θεσσαλία και η Αττική αντιμετωπίζουν αυξανόμενη πίεση, με σημαντικές απώλειες νερού λόγω διαρροών και δυσκολίες επάρκειας. Οι επιπτώσεις της λειψυδρίας είναι πολλαπλές και περιλαμβάνουν προβλήματα υγείας, μειωμένη αγροτική παραγωγή, απώλεια βιοποικιλότητας και κοινωνικές ανισότητες. Παράλληλα, αυξάνονται τα επιχειρηματικά ρίσκα και η πίεση από δείκτες ESG για βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Η εφαρμογή καλών πρακτικών δείχνει τον δρόμο. Βιομηχανίες τροφίμων, εφαρμόζουν ήδη ολοκληρωμένα προγράμματα επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης νερού, ενώ ορισμένα ξενοδοχεία υιοθετούν έξυπνες λύσεις συλλογής βρόχινου νερού, ανακύκλωση και βιολογική καλλιέργεια. Η τεχνολογία και η εκπαίδευση μπορούν να περιορίσουν τη σπατάλη, ενώ η αφαλάτωση αποτελεί συμπληρωματική λύση για παράκτιες περιοχές και νησιά, με προϋποθέσεις συντήρησης και βιωσιμότητας.
Τελικά, η κρίση νερού δεν είναι ατομική υπόθεση. Απαιτεί εθνική στρατηγική, συντονισμένες επενδύσεις σε υποδομές, αναγνώριση του νερού ως ανθρώπινου δικαιώματος και συμμετοχή των πολιτών στη συνετή χρήση του. Το πρόσφατο Greek Water Summit 2025 τόνισε τη σημασία διακρατικής συνεργασίας, έξυπνων τεχνολογιών, πράσινων υποδομών και εκπαίδευσης για το νερό, υπογραμμίζοντας ότι χωρίς επαρκές, καθαρό και προσβάσιμο νερό, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη ή ενεργειακή ασφάλεια. Η εποχή μας διδάσκει ότι οι φυσικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι, και αν θέλουμε τα παιδιά μας να ζήσουν σε έναν κόσμο με καθαρό νερό, είναι ώρα να δράσουμε άμεσα.
