Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε τη θέσπιση νέου τέλους για τα χαμηλής αξίας δέματα που εισάγονται από τρίτες χώρες, βάζοντας ουσιαστικά φρένο στο ανεξέλεγκτο κύμα φθηνών προϊόντων που φτάνουν από πλατφόρμες όπως η SHEIN και η Temu. Το μέτρο προβλέπει ειδικό τέλος διαχείρισης ύψους περίπου 2 ευρώ ανά πακέτο, το οποίο θα ισχύσει για όλα τα δέματα που προέρχονται εκτός Ε.Ε., ανεξαρτήτως αξίας.
Η απόφαση της Κομισιόν έρχεται ως απάντηση στην τεράστια αύξηση των εισαγωγών από την Ασία: μόνο το 2024, περισσότερα από 4,6 δισεκατομμύρια μικροδέματα εισήχθησαν στην Ε.Ε., με το 91% να έχει προέλευση την Κίνα. Παράλληλα, καταργείται η λεγόμενη «εξαίρεση de minimis», που επέτρεπε στα δέματα κάτω των 150 ευρώ να εισάγονται χωρίς τελωνειακούς δασμούς.
Η ευρωπαϊκή οπτική: Προστασία της αγοράς και δίκαιος ανταγωνισμός
Για τις Βρυξέλλες, το μέτρο είναι κυρίως αμυντικό και εξισορροπητικό. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι οι κινεζικές πλατφόρμες εκμεταλλεύονται ένα «παραθυράκι» που επιτρέπει να διακινούνται εκατομμύρια δέματα με ελάχιστους ελέγχους και μηδενική φορολόγηση, δημιουργώντας ένα άνισο πεδίο ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις λιανικής.
Η Κομισιόν τονίζει ότι δεν πρόκειται για «πόλεμο κατά της Κίνας», αλλά για αναγκαίο εξορθολογισμό της εμπορικής ροής, με στόχο τη διαφάνεια, τη δίκαιη φορολόγηση και την προστασία των ευρωπαίων καταναλωτών. Η νέα πολιτική θεωρείται επίσης βήμα για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και της τοπικής παραγωγής, καθώς το ηλεκτρονικό εμπόριο χαμηλού κόστους έχει οδηγήσει πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε ασφυξία.
Η στάση αυτή συνδέεται και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ήδη από την περίοδο Τραμπ έχουν επιβάλει εκτεταμένους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, στο πλαίσιο μιας πολιτικής οικονομικής “αποσύνδεσης” από το Πεκίνο. Η Ουάσιγκτον σήμερα εξετάζει και νέα μέτρα ειδικά για τις κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως οι Temu και SHEIN, θεωρώντας ότι η μαζική εισροή φθηνών προϊόντων εντείνει την εξάρτηση από την Ασία και διαβρώνει την εγχώρια παραγωγή.
Η κινεζική πλευρά: Εμπόριο ή γεωοικονομική πίεση;
Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο και τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν την απόφαση ως μέτρο προστατευτισμού. Σύμφωνα με αναλύσεις κινεζικών μέσω ενημέρωσης, η Ε.Ε. επιχειρεί να αναχαιτίσει την επιτυχία των κινεζικών πλατφορμών που κατέκτησαν την ευρωπαϊκή αγορά χάρη στη βελτιστοποίηση εφοδιαστικών αλυσίδων και χαμηλού κόστους παραγωγή.
Κινέζοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η νέα πολιτική υπονομεύει το πνεύμα της ελεύθερης αγοράς και ενδέχεται να αποτελέσει παράδειγμα “οικονομικής αποσύνδεσης” ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Όπως επισημαίνουν, η Κίνα έχει ήδη επενδύσει σημαντικά στην ψηφιακή υποδομή και στις εξαγωγικές πλατφόρμες, και θεωρεί πως τέτοια μέτρα στοχεύουν στην αναχαίτιση της τεχνοοικονομικής της ανόδου.
Παράλληλα, πολλοί επισημαίνουν ότι η αύξηση του κόστους στις παραγγελίες θα επιβαρύνει τον Ευρωπαίο καταναλωτή, ο οποίος επωφελούνταν μέχρι σήμερα από χαμηλές τιμές. Από κινεζική σκοπιά, η νέα πολιτική δεν πλήττει μόνο τις πλατφόρμες, αλλά και τους απλούς Ευρωπαίους, σε μια περίοδο που το κόστος ζωής ήδη πιέζει τα νοικοκυριά.
Γεωοικονομικές επιπτώσεις: Ένα νέο κεφάλαιο στον εμπορικό ανταγωνισμό
Η απόφαση της Ε.Ε. δεν είναι απλώς φορολογική. Αντανακλά τη μετατόπιση του παγκόσμιου εμπορικού ισοζυγίου και τον αγώνα για τον έλεγχο των αλυσίδων αξίας. Οικονομολόγοι τη συνδέουν με τη γενικότερη στρατηγική της Δύσης για “de-risking”, δηλαδή τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα σε κρίσιμους τομείς, από την τεχνολογία έως το εμπόριο λιανικής.
Αντίστοιχα, η Κίνα αναμένεται να εντείνει τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης των εξαγωγικών της μοντέλων, ενισχύοντας την παρουσία της σε αναδυόμενες αγορές και στηρίζοντας πλατφόρμες που στοχεύουν σε περιοχές εκτός Δύσης.
Στο ευρύτερο πλαίσιο, η κίνηση της Ε.Ε. αποτελεί σύμπτωμα ενός νέου εμπορικού ψυχρού πολέμου, όπου η φορολογία, η τεχνολογία και οι κανονισμοί χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ισχύος.
