Μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις που κράτησαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε μια εύθραυστη συμφωνία για το νέο κλιματικό πλαίσιο έως το 2040. Ο φιλόδοξος στόχος για μείωση των εκπομπών κατά 90% παρέμεινε στη θεωρία, αλλά στην πράξη αναθεωρήθηκε σε ένα μοντέλο πιο «ευέλικτο» και πολιτικά βιώσιμο: μείωση 85% εντός ΕΕ και επιπλέον 5% μέσω διεθνών πιστωτικών μηχανισμών.
Παράλληλα, καθορίστηκε ένας νέος ενδιάμεσος στόχος για το 2035 — μείωση εκπομπών από 66% έως 72,5% σε σχέση με το 1990 — ο οποίος θα αποτελέσει τον νέο πυλώνα της ευρωπαϊκής πολιτικής για το κλίμα τα επόμενα χρόνια. Η συμφωνία συνοδεύεται από «ρήτρα επανεξέτασης», η οποία επιτρέπει στα κράτη-μέλη να επαναξιολογήσουν τα μέτρα εφόσον υπάρξουν σοβαρές κοινωνικές ή οικονομικές επιπτώσεις. Η έναρξη του νέου συστήματος εμπορίας εκπομπών για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές μετατέθηκε επίσης για το 2028, προσφέροντας επιπλέον χρόνο προσαρμογής.
Η πολιτική αυτή στροφή, αν και επιτρέπει την ενότητα των «27» και εξασφαλίζει μια ρεαλιστική προσέγγιση στη μετάβαση, φανερώνει ταυτόχρονα και τους περιορισμούς της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας. Η Ευρώπη, που κάποτε πρωτοστατούσε στην κλιματική δράση, δείχνει τώρα να κινείται προσεκτικά, υπό τον φόβο της κοινωνικής πίεσης, της ενεργειακής κρίσης και της απώλειας ανταγωνιστικότητας.
Για χώρες με διαφορετικές αφετηρίες και οικονομικές αντοχές, όπως η Ελλάδα, η συμφωνία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία και πρόκληση. Από τη μία πλευρά, προσφέρει ευελιξίες που μπορούν να στηρίξουν τη βιομηχανία, τα ευάλωτα νοικοκυριά και τους αγρότες, από την άλλη, εγείρει τον κίνδυνο να καθυστερήσει η πραγματική απανθρακοποίηση της οικονομίας.
Το ζήτημα, τελικά, δεν είναι μόνο το ποσοστό μείωσης των εκπομπών, αλλά το πώς θα επιτευχθεί η μετάβαση χωρίς να χαθεί η κοινωνική συνοχή και χωρίς να υπονομευτεί η ίδια η βιωσιμότητα — οικονομική, ενεργειακή και περιβαλλοντική. Αν η Ευρώπη επιδιώκει να παραμείνει πρωταγωνιστής στην πράσινη μετάβαση, θα χρειαστεί όχι μόνο στόχους, αλλά και μια δίκαιη, συνεκτική στρατηγική που να ενώνει τον Βορρά με τον Νότο και τη βιομηχανία με την κοινωνία.
