Μια ακόμη ρωγμή στην παγκόσμια κλιματική συμμαχία αποκάλυψε η πρόσφατη απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να μην υπογράψουν τη δήλωση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη δράση κατά της κλιματικής κρίσης. Δεκαεννέα από τους 25 εκτελεστικούς διευθυντές της Τράπεζας —εκπροσωπώντας 120 χώρες— υπέγραψαν κοινή δέσμευση υπέρ της κατεύθυνσης του 45% της ετήσιας χρηματοδότησης του οργανισμού σε έργα που σχετίζονται με το κλίμα και της συνέχισης της ευθυγράμμισης με τη Συμφωνία των Παρισίων. Οι ΗΠΑ, μαζί με τη Ρωσία, το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία, αρνήθηκαν να συνυπογράψουν, ενώ η Ιαπωνία και η Ινδία επέλεξαν να απόσχουν — μια στάση που πολλοί συνδέουν με τις εμπορικές πιέσεις της Ουάσιγκτον.
Η στάση αυτή δεν αποτελεί απλώς διπλωματική διαφοροποίηση, αλλά φανερώνει το βάθος του διχασμού ανάμεσα σε εκείνους που βλέπουν την Παγκόσμια Τράπεζα ως μοχλό της πράσινης μετάβασης και σε όσους επιμένουν σε μια πιο «παραδοσιακή» αποστολή: τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη υποδομών. Από την πλευρά των ΗΠΑ, το μήνυμα είναι σαφές — η πολιτική για το κλίμα θεωρείται πλέον πολυτέλεια που αποσπά την προσοχή από τα βασικά οικονομικά ζητήματα. Ο Λευκός Οίκος, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει ήδη αποδείξει την πρόθεσή του να υποβαθμίσει την κλιματική ατζέντα, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την κλιματική αλλαγή «απάτη».
Ωστόσο, η πλειονότητα των χωρών που στηρίζουν τη δήλωση βλέπουν την κλιματική δράση όχι ως εμπόδιο, αλλά ως προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και αρκετές αναδυόμενες οικονομίες ζητούν επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, ώστε οι αναπτυξιακές τράπεζες να διαθέτουν περισσότερους πόρους για έργα προσαρμογής, καθαρής ενέργειας και προστασίας της φύσης. Το αίτημα είναι σαφές: οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται θεσμική και χρηματοδοτική στήριξη για να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος του χρέους και τις επιπτώσεις της κλιματικής ευαλωτότητας.
Η απόφαση των ΗΠΑ να απέχουν από το κοινό ανακοινωθέν έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου η Παγκόσμια Τράπεζα δέχεται πίεση να αυξήσει τη μόχλευση των κεφαλαίων της και να ανακατευθύνει περισσότερους πόρους προς τα «παγκόσμια δημόσια αγαθά» — δηλαδή το κλίμα, τη βιοποικιλότητα και την ανθεκτικότητα. Η πολιτική αυτή διάσταση δεν είναι αμελητέα: ο τρόπος με τον οποίο θα ισορροπήσει η Τράπεζα ανάμεσα στην κοινωνική ανάπτυξη και την κλιματική φιλοδοξία θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της διεθνούς οικονομικής πολιτικής. Το μόνο βέβαιο είναι πως, ακόμη και χωρίς την αμερικανική υπογραφή, η πλειοψηφία των χωρών δείχνει διατεθειμένη να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της πράσινης μετάβασης — έστω κι αν αυτό σημαίνει να την υπερασπιστεί απέναντι στους ισχυρότερους εταίρους της.