Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) σηματοδοτεί ένα κρίσιμο βήμα για την ελληνική αγορά εργασίας. Μετά από χρόνια μνημονιακών περιορισμών, η διαδικασία αυτή δεν αφορά μόνο την αύξηση των μισθών, αλλά και την ενίσχυση των θεσμών που διασφαλίζουν δίκαιες συνθήκες και ισχυρή κοινωνική συνοχή. Παράλληλα, στο πλαίσιο της βιωσιμότητας, η στήριξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνδέεται άμεσα με τη διαμόρφωση ενός υγιούς οικονομικού και εργασιακού οικοσυστήματος.
Η πρόσφατη κοινωνική συμφωνία που υπέγραψαν το υπουργείο Εργασίας και οι κοινωνικοί εταίροι παρουσιάστηκε ως ιστορική. Στόχος της είναι να αυξηθεί η κάλυψη των εργαζομένων από ΣΣΕ, που σήμερα περιορίζεται σε μόλις 20% έως 28%, σε ποσοστά σημαντικά υψηλότερα. Όμως, η συμφωνία αφήνει ανοικτά αρκετά ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή και τον έλεγχο της.
Τι είναι οι συλλογικές συμβάσεις και γιατί έχουν σημασία
Σε αντίθεση με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, που καθορίζουν προσωπικούς όρους για τον κάθε εργαζόμενο, οι ΣΣΕ συνάπτονται μεταξύ συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων και καλύπτουν ολόκληρους κλάδους ή επαγγέλματα. Αυτό το πλαίσιο διασφαλίζει υψηλότερους μισθούς, καλύτερους όρους εργασίας και προστατεύει τους εργαζόμενους από αρνητικές μονομερείς ενέργειες των εργοδοτών. Επιπλέον, η συλλογική διαπραγμάτευση ενισχύει τον δίκαιο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και προάγει τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας.
Οι προκλήσεις της νέας συμφωνίας
Παρά τα θετικά, οι νομικοί και συνδικαλιστικοί φορείς εντοπίζουν αρκετά θολά σημεία στη συμφωνία. Η αβεβαιότητα της πλήρους μετενέργειας των όρων μιας ΣΣΕ μετά τη λήξη της τρίμηνης παράτασης εξακολουθεί να δημιουργεί αβεβαιότητα, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να υπογραφούν ατομικές συμβάσεις με μειωμένους μισθούς. Επιπλέον, ο μηχανισμός προελέγχου των μονομερών αιτήσεων στον ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας), μέσω μιας τριμελούς επιτροπής που δεν διαθέτει μακρά εμπειρία, εγείρει ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία του.
Η ρήτρα εξαίρεσης για επιχειρήσεις που βρίσκονται σε οικονομική κρίση, η οποία βασίζεται στον νόμο 4635/2019, δημιουργεί επίσης αντιθέσεις, καθώς μπορεί να περιορίσει ουσιαστικά την εφαρμογή των ΣΣΕ εκεί που θα ήταν πιο κρίσιμη. Παράλληλα, αναδεικνύεται η ανάγκη για δημόσιο διάλογο σχετικά με τον ρόλο της ΓΣΕΕ και τη διατήρηση της συλλογικής αυτονομίας, που αποτελεί πυλώνα της δημοκρατίας στους χώρους εργασίας.
Θετικά βήματα προς τη βιωσιμότητα
Η νέα συμφωνία εισάγει αλλαγές που ενισχύουν τη συλλογική διαπραγμάτευση. Μειώνεται το ποσοστό των εργαζομένων που απαιτείται για την επέκταση μιας ΣΣΕ από 51% σε 40%, ενώ η ΓΣΕΕ αποκτά δυνατότητα συνυπογραφής κλαδικών συμβάσεων επικουρικά, προκειμένου να διευκολυνθεί η κάλυψη μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων.
Οι απλοποιημένες διαδικασίες εγγραφής στα μητρώα οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών μειώνουν τη γραφειοκρατία και ενισχύουν τη συμμετοχή, προωθώντας τη διαφάνεια και τη βιωσιμότητα του συστήματος. Ταυτόχρονα, η νέα συμφωνία προβλέπει ταχύτερες διαδικασίες επίλυσης διαφορών μέσω του ΟΜΕΔ, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα δικαστικής προσβολής, κάτι που διασφαλίζει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και εργοδοτών.
Αντιδράσεις και αβεβαιότητες
Παρά τα θετικά, αρκετοί συνδικαλιστές και νομικοί επισημαίνουν ότι η επαναφορά των ΣΣΕ δεν επαρκεί για να καλύψει τα διαχρονικά κενά. Οι περιορισμοί στη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, οι εξαιρέσεις για ορισμένες επιχειρήσεις και η αβεβαιότητα σχετικά με την εφαρμογή των όρων θέτουν ερωτήματα για την ουσιαστική ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Η ιστορική αξία της συμφωνίας θα κριθεί στην πράξη: αν θα οδηγήσει σε πραγματική αύξηση των μισθών και βελτίωση των συνθηκών ή αν θα παραμείνει ένα εργαλείο που ενισχύει κυρίως τη σταθερότητα των εργοδοτών, αφήνοντας τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων εκτός ουσιαστικής προστασίας.
Συνεπώς, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί σημαντικό βήμα για τη βιωσιμότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η πλήρης εφαρμογή τους, η προστασία των εργαζομένων και η ενίσχυση της συλλογικής αυτονομίας είναι κλειδιά για μια δίκαιη και βιώσιμη οικονομία. Η πρόκληση πλέον είναι να μετατραπεί η συμφωνία σε πρακτικό εργαλείο ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς περιορισμούς που υπονομεύουν το θεσμό και την ισχύ των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
