Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν αποτελεί πλέον σενάριο του μέλλοντος αλλά ενεργό παράγοντα που αναδιαμορφώνει την αγορά εργασίας, την παραγωγικότητα και τις δεξιότητες. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν θα αλλάξει τον τρόπο που εργαζόμαστε, αλλά με ποιον τρόπο και με ποιους όρους θα συνυπάρξει με τον ανθρώπινο παράγοντα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι παρεμβάσεις της υπουργού Εργασίας Νίκης Κεραμέως και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο 4ο Εργασιακό Συνέδριο της MANDYNAMIC αποτυπώνουν δύο συμπληρωματικές όψεις της ίδιας πρόκλησης: την κοινωνική και την οικονομική.
Κεραμέως: Η Τεχνητή Νοημοσύνη ως εργαλείο, όχι ως υποκατάστατο
Η Νίκη Κεραμέως έθεσε τον άνθρωπο στο επίκεντρο της συζήτησης, υπογραμμίζοντας ότι το μέλλον της εργασίας δεν μπορεί να οικοδομηθεί σε μια λογική αντιπαράθεσης ανθρώπου και μηχανής. Αντιθέτως, ο συνδυασμός Τεχνητής Νοημοσύνης και ανθρώπινου παράγοντα αποτελεί, όπως σημείωσε, το κλειδί για τη βέλτιστη απόδοση στην αγορά εργασίας.
Τα στοιχεία που παρουσίασε σκιαγραφούν μια αγορά σε φάση ανάκαμψης, με την ανεργία να διαμορφώνεται στο 8,2%, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 17 ετών, και με περισσότερες από 188.000 νέες θέσεις εργασίας μόνο στο πρώτο δεκάμηνο του 2025. Ωστόσο, πίσω από τους αριθμούς, το βασικό ζητούμενο παραμένει η ποιότητα των θέσεων εργασίας και η προσαρμογή των εργαζομένων σε ένα τεχνολογικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η υπουργός ανέδειξε ως κεντρική πολιτική επιλογή την επένδυση στις δεξιότητες. Το οριζόντιο πρόγραμμα επανακατάρτισης, χρηματοδοτούμενο από το Ταμείο Ανάκαμψης, που αφορά 500.000 ωφελούμενους και εστιάζει κυρίως σε ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, συνιστά τον πυρήνα αυτής της στρατηγικής. Ήδη, 450.000 πολίτες έχουν ολοκληρώσει σχετική εκπαίδευση, σε μια προσπάθεια να μην μείνει κανείς πίσω στη νέα εποχή της εργασίας.
Παράλληλα, η αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης στον δημόσιο τομέα παρουσιάστηκε ως μοχλός αποτελεσματικότητας και εξυπηρέτησης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ψηφιοποίηση των χειρόγραφων καρτελών ενσήμων του e-ΕΦΚΑ και την εφαρμογή «Job Match» της ΔΥΠΑ, που επιχειρεί να γεφυρώσει πιο αποτελεσματικά την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας.
Στουρνάρας: Η ΤΝ ως μακροοικονομικός καταλύτης
Από την πλευρά του, ο Γιάννης Στουρνάρας προσέγγισε την Τεχνητή Νοημοσύνη όχι μόνο ως τεχνολογική καινοτομία, αλλά ως παράγοντα με δυνητικά βαθιές επιπτώσεις στη δομή της οικονομίας, στις ανισότητες και στη νομισματική πολιτική. Όπως τόνισε, η ΤΝ μεταβάλλει ουσιαστικά τη ζήτηση εργασίας, οδηγώντας σε ανασχεδιασμό καθηκόντων και σε ανάγκη ανάπτυξης συμπληρωματικών δεξιοτήτων.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στην ισορροπία μεταξύ υποκατάστασης και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Η καθαρή επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως σημείωσε, δεν είναι μονοσήμαντη και εξαρτάται από το αν οι οικονομίες θα καταφέρουν να μετατρέψουν την αυτοματοποίηση σε αύξηση παραγωγικότητας και νέες μορφές απασχόλησης.
Ταυτόχρονα, προειδοποίησε ότι η ΤΝ ενδέχεται να εντείνει μισθολογικές και εισοδηματικές ανισότητες, ιδίως εάν η πρόσβαση στις νέες δεξιότητες παραμείνει άνιση. Σε ένα περιβάλλον δημογραφικής γήρανσης, όπως αυτό που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας και στο συνολικό προϊόν καθίστανται ακόμη πιο έντονες.
Από τη σκοπιά των κεντρικών τραπεζών, η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν αποτελεί απλώς τεχνολογική πρόοδο, αλλά μεταβλητή που μπορεί να επηρεάσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη δυναμική της παραγωγικότητας, με άμεσες συνέπειες στη χάραξη νομισματικής πολιτικής.
Το ελληνικό στοίχημα
Κοινός παρονομαστής των δύο παρεμβάσεων είναι ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν αντιμετωπίζεται ως απειλή αλλά ως πρόκληση που απαιτεί στρατηγική, συνεργασία και επένδυση στον άνθρωπο. Η Ελλάδα καλείται να κινηθεί ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα: να αξιοποιήσει τις τεχνολογικές δυνατότητες για να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να διασφαλίσει ότι η μετάβαση δεν θα διευρύνει κοινωνικές και εργασιακές ανισότητες.
Η επανακατάρτιση, η δια βίου μάθηση και η σύνδεση της τεχνολογίας με την ανθρώπινη κρίση και δημιουργικότητα αναδεικνύονται ως τα βασικά εργαλεία αυτής της μετάβασης. Σε έναν κόσμο όπου οι αλγόριθμοι κερδίζουν έδαφος, το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα παραμένει ο άνθρωπος – και η ικανότητά του να προσαρμόζεται, να συνεργάζεται και να δίνει νόημα στην τεχνολογία.
