Παρά την αποστασιοποίηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ από την παγκόσμια ατζέντα για το κλίμα, οι αμερικανικές εταιρείες δεν απουσίαζαν στη COP30 στη Βραζιλία. Σύμφωνα με ανάλυση του Reuters, περίπου 60 εκπρόσωποι εταιρειών συμμετείχαν στη σύνοδο — έναντι 50 που είχαν παραβρεθεί στην προηγούμενη συνάντηση στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν.
Μεταξύ αυτών βρέθηκαν εταιρείες τεχνολογίας όπως η Microsoft και η Google, η ενεργειακή Occidental Petroleum, η General Motors και η Citigroup. Η αύξηση συμμετοχής, παρά τις αμφιλεγόμενες θέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, δείχνει πως ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να θεωρεί κρίσιμη την κλιματική δράση.
Διευθυντικά στελέχη υπογράμμισαν ότι οι φυσικές καταστροφές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα αυξάνουν τους επιχειρηματικούς κινδύνους και απειλούν τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Σύμφωνα με ανάλυση από το Κέντρο για την Παγκόσμια Βιωσιμότητα του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ, οι υπάρχουσες πολιτικές, σε συνδυασμό με τη δράση εταιρειών και εθνικών φορέων, μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση εκπομπών κατά 35% στις ΗΠΑ έως το 2035.
Ανώτερα στελέχη της επιχειρηματικής κοινότητας δηλώνουν ότι, παρά τη ρητορική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η αγορά μετακινείται σταδιακά προς ενεργειακή μετάβαση. Σύμφωνα με την We Mean Business Coalition (τον συνασπισμό μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που συνεργάζεται με μεγάλες επιχειρήσεις παγκοσμίως για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης), η παρουσία των αμερικανικών εταιρειών στη σύνοδο στέλνει ισχυρό μήνυμα στους επενδυτές: η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου κατανοεί τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες της κλιματικής κρίσης.
