Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε πρόσφατα σε συμφωνία για τη χαλάρωση των κανόνων εταιρικής βιωσιμότητας, μετά από μήνες πίεσης από επιχειρήσεις και κυβερνήσεις, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών και του Κατάρ. Οι αλλαγές αυτές, που συμφωνήθηκαν μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, περιορίζουν τους κανόνες που μέχρι σήμερα κάλυπταν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, με στόχο να μειωθεί η γραφειοκρατία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα έναντι ξένων ανταγωνιστών.
Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία, η Οδηγία για την εταιρική δέουσα επιμέλεια θα ισχύει πλέον μόνο για τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες, με πάνω από 5.000 εργαζόμενους και ετήσιο τζίρο 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ, ενώ οι ξένες εταιρείες με αντίστοιχο τζίρο στην ΕΕ θα υπόκεινται επίσης στους κανόνες αυτούς. Οι παραβάτες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόστιμα έως και 3% του καθαρού παγκόσμιου τζίρου τους. Παράλληλα, η προθεσμία συμμόρφωσης μετατίθεται για τα μέσα του 2029, ενώ αποσύρεται η απαίτηση για σχέδια μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα.
Οι αλλαγές επεκτείνονται και στην Οδηγία για την αναφορά εταιρικής βιωσιμότητας, που πλέον θα αφορά μόνο εταιρείες με πάνω από 1.000 εργαζόμενους και 450 εκατομμύρια ευρώ ετήσιο καθαρό τζίρο, αντί των 250 εργαζομένων που ίσχυαν προηγουμένως. Η πρόθεση είναι να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης, το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε ότι θα μειωνόταν κατά 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά η κίνηση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις και ορισμένες κυβερνήσεις, όπως της Ισπανίας, που επιμένουν στη διατήρηση ισχυρών κανόνων για τη βιωσιμότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η πίεση για χαλάρωση των κανονισμών προήλθε κυρίως από το εξωτερικό, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Κατάρ να υποστηρίζουν ότι οι αυστηροί κανόνες θα επηρέαζαν τις εμπορικές συναλλαγές, ιδιαίτερα στο υγροποιημένο φυσικό αέριο. Οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας είχαν ζητήσει ακόμη και την πλήρη κατάργηση της νομοθεσίας, υποστηρίζοντας ότι πλήττει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Η συμφωνία θα χρειαστεί την τυπική έγκριση τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και των κρατών-μελών, διαδικασία που συνήθως ολοκληρώνεται χωρίς ανατροπές, ώστε οι αλλαγές να καταστούν νόμος. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή στην πολιτική της ΕΕ για τη βιωσιμότητα, με την τάση να προτεραιοποιείται η μείωση κόστους και γραφειοκρατίας έναντι της αυστηρής περιβαλλοντικής και κοινωνικής λογοδοσίας.
