Μια σκονισμένη κασέτα που βρέθηκε πρόσφατα σε υπόγειο στο Λονδίνο έφερε στο φως μια χαμένη συνέντευξη του Τζον Λένον. Πενήντα χρόνια μετά, η φωνή του πρώην σκαθαριού ακούγεται καθαρά: «Ξέρω πότε το τηλέφωνο είναι φυσιολογικό και πότε κάτι δεν πάει καλά».
Ήταν η εποχή που ο Λένον πίστευε ότι η κυβέρνηση Νίξον παρακολουθούσε τις συνομιλίες του — μια εποχή όπου η επιτήρηση γινόταν με συρμάτινες γραμμές, πράκτορες και μαγνητόφωνα. Από τότε, ο κόσμος άλλαξε — όχι όμως και η ανθρώπινη αγωνία για το βλέμμα που μας παρακολουθεί.
Μόνο που σήμερα, το βλέμμα αυτό δεν έχει πρόσωπο. Έχει αλγόριθμο.
Στον 21ο αιώνα, η παρακολούθηση δεν χρειάζεται πια μικρόφωνα. Χρειάζεται πρόσβαση.
Ένα λάθος κλικ, ένα ανυποψίαστο email, μια «έξυπνη» συσκευή στο σπίτι — και το μάτι του ψηφιακού κόσμου ανοίγει διάπλατα. Τα αεροδρόμια νεκρώνουν, τα τραίνα σταματούν, κρατικά δίκτυα παραλύουν από επιθέσεις που ξεκινούν όχι με όπλα, αλλά με γραμμές κώδικα. Ο εχθρός είναι πλέον αόρατος, χωρίς διακριτικά, χωρίς σύνορα.
Οι χάκερς έχουν μεταφέρει τη μάχη από τον δρόμο στον κυβερνοχώρο. Οι επιθέσεις τους μπορούν να διαλύσουν κρίσιμες υποδομές, να παραλύσουν κυβερνήσεις, να καταστρέψουν ολόκληρες επιχειρήσεις μέσα σε ώρες.
Κάθε παραβίαση είναι μια πράξη ψηφιακής κατασκοπίας, όπου οι πληροφορίες είναι το νέο πετρέλαιο και η σιωπή το νέο όπλο. Και όπως τότε ο Λένον ένιωθε τον “θόρυβο στη γραμμή”, σήμερα οι κοινωνίες ακούν τον θόρυβο του κυβερνοχώρου — τον ανεπαίσθητο ψίθυρο των δεδομένων που υποκλέπτονται.
Στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο, η κυβερνοασφάλεια έχει γίνει το τελευταίο σύνορο. Ο κυβερνοπόλεμος δεν είναι πια σενάριο επιστημονικής φαντασίας, είναι η πραγματικότητα της επιτήρησης χωρίς σύνορα.
Από τα καλώδια του τηλεφώνου του Λένον μέχρι τα νευρωνικά δίκτυα της τεχνητής νοημοσύνης, η ιστορία δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν σταμάτησε ποτέ να φοβάται ποιος τον παρακολουθεί.
Μόνο που σήμερα, δεν ξέρει πια πού να κοιτάξει για να το διαπιστώσει.