Η ανακάλυψη και χρήση της φωτιάς από τους πρώτους προγόνους του ανθρώπου δεν περιορίστηκε στο να θερμάνει τη νύχτα ή να μαγειρέψει το φαγητό. Ήταν μια καθοριστική αλλαγή που μετέβαλε την ίδια την ανθρώπινη βιολογία, επηρεάζοντας το σώμα, τον εγκέφαλο και πιθανότατα την ψυχική μας διάθεση.
Τα πρώτα ανθρώπινα είδη σύντομα αντιλήφθηκαν ότι το μαγείρεμα καθιστούσε τις τροφές πιο εύπεπτες. Το μαγείρεμα των ριζών, του κρέατος και άλλων τροφών απελευθέρωνε περισσότερες θερμίδες από ό,τι η κατανάλωσή τους ωμών, μειώνοντας την ανάγκη για μεγάλη και ενεργοβόρα πεπτική διαδικασία. Αυτό το «ξεφόρτωμα των εντέρων» επέτρεψε στο σώμα να κατευθύνει περισσότερο την ενέργεια στον εγκέφαλο, ο οποίος αυξήθηκε σε μέγεθος με την πάροδο των χιλιετιών. Η θεωρία αυτή, υποστηρίζει ότι το μικρότερο έντερο και ο μεγαλύτερος εγκέφαλος ήταν αποτέλεσμα της πεπτικής οικονομίας που πρόσφερε το μαγείρεμα.
Όμως το βιολογικό αυτό πλεονέκτημα είχε και κρυφές συνέπειες. Μέρος αυτών σχετίζεται με την παραγωγή σημαντικών χημικών ουσιών στο σώμα, όπως η σεροτονίνη, ένας νευροδιαβιβαστής που ρυθμίζει τα συναισθήματα, τον ύπνο και άλλες συμπεριφορές. Αν και οι περισσότεροι συνδέουν τη σεροτονίνη με τον εγκέφαλο, περίπου το 90% της παραγόμενης σεροτονίνης βρίσκεται στο έντερο, σε ένα πολύπλοκο μικροοργανικό περιβάλλον που επηρεάζει το νευρικό σύστημα μέσω του λεγόμενου εντερικού άξονα.
Με την ανακάλυψη της φωτιάς και την “αποφόρτωση” του εντέρου, αλλά και τη μεταβολή της μικροβιακής του χλωρίδας λόγω του μαγειρεμένου φαγητού, αυτή η «χημική μηχανή» του σώματος πιθανώς μεταβλήθηκε. Η σεροτονίνη που παράγεται στο έντερο εξαρτάται από τη σύνθεση αμινοξέων και την μικροβιακή ισορροπία, που με τη σειρά τους επηρεάζονται από το είδος της διατροφής. Οι πρώτοι άνθρωποι που κατανάλωναν περισσότερο μαγειρεμένο, επεξεργασμένο από τη φωτιά φαγητό, είδαν τον εντερικό τους σωλήνα να συρρικνώνεται και τη μικροχλωρίδα τους να αλλάζει, κάτι που θα μπορούσε να μείωσε τη σταθερότητα της παραγωγής σεροτονίνης.
Αυτός ο εξελικτικός συμβιβασμός — μεγαλύτερος εγκέφαλος με ταυτόχρονη μικρότερη και «χημικά φτωχότερη» πεπτική κατάσταση— ίσως να συνέβαλε στην αύξηση των γνωστικών ικανοτήτων και της δημιουργικότητας, αλλά ταυτόχρονα να προκάλεσε μεγαλύτερη ευαισθησία σε διακυμάνσεις της διάθεσης. Πράγματι, μελέτες σε αρχαιολογικά ευρήματα και συγκρίσεις με άλλους πρωτευόντες δείχνουν ότι όσο αυξανόταν το μέγεθος του εγκεφάλου στην οικογένεια Homo, τόσο μειωνόταν το μέγεθος του εντέρου, δημιουργώντας νέα βιοχημικά δεδομένα.
Παράλληλα, νέες επιστημονικές προσεγγίσεις επισημαίνουν ότι η σχέση εντέρου και εγκεφάλου είναι ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική ισορροπία. Ο εντερικός άξονας περιλαμβάνει νευρικές οδούς και χημικές αλληλεπιδράσεις που επηρεάζουν την αντίδραση στο στρες, τον ύπνο, τη μνήμη και συναισθηματικές καταστάσεις όπως η λύπη και η χαρά. Επομένως, οι αλλαγές στη διατροφή και στη δομή του πεπτικού συστήματος — με την εισαγωγή του μαγειρέματος — δεν επηρέασαν μόνο το σώμα, αλλά πιθανότατα και την ψυχική κατάσταση των πρώτων ανθρώπων.
Σήμερα, καθώς η επιστήμη εξετάζει εκ νέου τον ρόλο της εντερικής χλωρίδας και της σεροτονίνης στη γενικότερη υγεία, αυτά τα ευρήματα θυμίζουν ότι η εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης ήταν μια σύνθετη διαδικασία, όπου τα πλεονεκτήματα ενός νέου τρόπου ζωής ενδέχεται να συνοδεύονται από απρόβλεπτες συνέπειες στην ψυχική μας ευεξία. Η φωτιά, που άναψε το δρόμο για την ανθρώπινη νοημοσύνη, ίσως να άναψε και μια μακρά διαδρομή εσωτερικών βιοχημικών αλλαγών που συνεχίζουν ακόμη να επηρεάζουν το πώς αισθανόμαστε και αντιδρούμε στον κόσμο.
