Πόσα βήματα κάνουμε την ημέρα; Μπορεί να μη μας απασχολεί συνειδητά, αλλά σύμφωνα με μια από τις μεγαλύτερες έρευνες για την ανθρώπινη κινητικότητα, η απάντηση δεν είναι ιδιαίτερα τιμητική για την Ελλάδα. Το Stanford University δημοσίευσε στο περιοδικό Nature το 2017 μια μελέτη που βασίστηκε σε δεδομένα από 717.000 ανθρώπους σε 111 χώρες. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν μεγάλες διαφορές στον τρόπο ζωής των λαών, με την Ινδονησία να καταγράφει τα λιγότερα βήματα καθημερινά και το Χονγκ Κονγκ να βρίσκεται στην κορυφή με σχεδόν 6.900 βήματα την ημέρα.
Η Ελλάδα τοποθετείται πιο κοντά στο χαμηλό άκρο του φάσματος, με τους Έλληνες να κάνουν κατά μέσο όρο περίπου 4.350 βήματα την ημέρα, κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο που κυμαίνεται στις 4.961. Με άλλα λόγια, περπατάμε λιγότερο από τους περισσότερους κατοίκους του πλανήτη. Αυτή η εικόνα δεν αφορά μόνο τους ενήλικες. Άλλες μελέτες στην Ελλάδα δείχνουν ότι και τα παιδιά, αν και ξεκινούν δραστήρια, μειώνουν τα βήματά τους καθώς μεγαλώνουν, ιδίως μετά την ηλικία των 13.
Οι αιτίες πίσω από αυτή τη χαμηλή κινητικότητα είναι πολύπλευρες. Δεν πρόκειται απλώς για τεμπελιά, αλλά για τον τρόπο που είναι δομημένες οι πόλεις μας. Πεζοδρόμια στενά, συχνά κατεστραμμένα ή κατειλημμένα, δρόμοι που δεν ευνοούν την ασφαλή κίνηση των πεζών, έλλειψη πρασίνου και ελεύθερων χώρων συνθέτουν ένα περιβάλλον που σπρώχνει τους πολίτες στη χρήση αυτοκινήτου ή μηχανής ακόμα και για μικρές αποστάσεις. Οικονομικοί και πολιτισμικοί παράγοντες ενισχύουν αυτή την τάση: το αυτοκίνητο παραμένει σύμβολο άνεσης και κοινωνικής θέσης, ενώ τα χαμηλού κόστους δίκυκλα αποτελούν εύκολη και γρήγορη λύση για την καθημερινή μετακίνηση.
Οι επιπτώσεις αυτής της αδράνειας είναι σοβαρές. Η μειωμένη σωματική δραστηριότητα συνδέεται με την αύξηση της παχυσαρκίας, την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων, τον διαβήτη και την υπέρταση. Παράλληλα, η απουσία κίνησης επηρεάζει αρνητικά και την ψυχική υγεία. Το περπάτημα δεν είναι μόνο άσκηση, είναι και έκθεση στον ήλιο, κοινωνική αλληλεπίδραση, ρυθμός και ανάσα μέσα στη μέρα. Η έλλειψή του συχνά ενισχύει συναισθήματα στασιμότητας, άγχους ή και κατάθλιψης.
Η λύση, φυσικά, δεν είναι ατομική υπόθεση. Απαιτείται ανασχεδιασμός των πόλεων και επένδυση σε υποδομές που κάνουν το περπάτημα ασφαλές και ευχάριστο. Πεζοδρόμια, πεζόδρομοι, πράσινοι χώροι και καλύτερη δημόσια συγκοινωνία μπορούν να δώσουν κίνητρα στους πολίτες να κινηθούν περισσότερο. Παράλληλα, εκστρατείες ενημέρωσης, προγράμματα σε σχολεία και χώρους εργασίας και η ενσωμάτωση απλών καθημερινών συνηθειών μπορούν να καλλιεργήσουν μια κουλτούρα δραστηριότητας.
Το περπάτημα, άλλωστε, είναι η πιο απλή και προσβάσιμη μορφή άσκησης. Δεν απαιτεί εξοπλισμό, δεν κοστίζει τίποτα, και μπορεί να ενσωματωθεί στην καθημερινότητα χωρίς μεγάλες αλλαγές. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να ξανασκεφτούμε τη σχέση μας με την κίνηση. Αν κάτι μας δείχνουν οι αριθμοί, είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει πολλά αν αποφασίσει να κάνει μερικά βήματα παραπάνω — κυριολεκτικά και μεταφορικά.