Η βιταμίνη D δεν είναι απλώς ένας «διαχειριστής ασβεστίου» στο σώμα μας. Παρότι γνωρίζουμε ότι βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου από τα έντερα, στη διατήρηση της υγείας των οστών και στη ρύθμιση της απέκκρισης ασβεστίου από τα νεφρά, οι τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι ο ρόλος της είναι πολύ πιο σύνθετος. Σχεδόν κάθε κύτταρο του σώματος διαθέτει υποδοχέα βιταμίνης D, γεγονός που υποδηλώνει ότι η λειτουργία της ξεπερνά τον έλεγχο του ασβεστίου.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η έλλειψη βιταμίνης D συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, καρδιοπαθειών, αυτοάνοσων νοσημάτων όπως σκλήρυνση κατά πλάκας και διαβήτη, καθώς και με προβλήματα στο ανοσοποιητικό σύστημα. Σε μεγάλης κλίμακας έρευνες, υψηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου και του μαστού, και βοηθούν στη μείωση λοιμώξεων του αναπνευστικού, συμπεριλαμβανομένων και των σοβαρών μορφών COVID-19.
Το μυστικό δεν βρίσκεται μόνο στη συνολική πρόσληψη. Ο οργανισμός μπορεί να μετατρέπει τη βιταμίνη D που παίρνουμε από τον ήλιο ή τη διατροφή σε ενεργή μορφή εντός πολλών κυττάρων, ρυθμίζοντας πάνω από 2.000 γονίδια που εμπλέκονται σε φλεγμονές, επιδιόρθωση DNA, αντιοξειδωτική δράση και γενική κυτταρική λειτουργία.
Οι συνέπειες της έλλειψης βιταμίνης D είναι σοβαρές και αφορούν κάθε ηλικία. Εκτός από τα οστά, επηρεάζονται το ανοσοποιητικό, το καρδιαγγειακό σύστημα και η νοητική υγεία. Η έρευνα δείχνει ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει την αρτηριακή δυσκαμψία σε έφηβους, να προστατεύσει από άνοια και κατάθλιψη, και να ενισχύσει τη συνολική μακροζωία. Η γνώση αυτή φέρνει στο φως μια απλή αλλά σημαντική αλήθεια: η βιταμίνη D είναι απαραίτητη από τη γέννηση μέχρι τα βαθιά γηρατειά. Η σωστή διατροφή, η μέτρια ηλιοθεραπεία και, όπου χρειάζεται, η συμπληρωματική χορήγηση, μπορούν να γίνουν ισχυρά όπλα πρόληψης για τον ανθρώπινο οργανισμό.
