Η πρόσφατη απόφαση να περάσει η προστασία του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στο Υπουργείο Άμυνας προκάλεσε αντιδράσεις και ερωτήματα. Όχι μόνο πολιτικά, αλλά –κυρίως– συμβολικά. Γιατί το μνημείο αυτό δεν είναι απλώς μια λιθόκτιστη επιφάνεια στο κέντρο της Αθήνας, είναι ένας καθρέφτης της συλλογικής μας μνήμης, της σχέσης μας με την ιστορία και της ίδιας της έννοιας του δημόσιου χώρου.
Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι ίσως το πιο εμβληματικό σημείο της πρωτεύουσας — ένας τόπος σιωπής και τελετουργίας. Η μεταφορά της αρμοδιότητας σε ένα στρατιωτικό υπουργείο, ανεξάρτητα από προθέσεις, ανοίγει τη συζήτηση για το ποιος “κατέχει” τον δημόσιο χώρο και ποιος ορίζει τα όρια ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελεύθερη έκφραση.
Σε μια εποχή που η δημοκρατία δοκιμάζεται από τον φόβο και την πόλωση, ο τρόπος που προστατεύουμε τα σύμβολά της αποκτά ιδιαίτερο βάρος. Τα μνημεία, όπως ο Άγνωστος Στρατιώτης, δεν είναι ουδέτερες πέτρες, είναι ενεργοί φορείς νοήματος. Αν ο χώρος τους αποκοπεί από τη ζωντανή κοινωνία, τότε χάνει τη δημοκρατική του λειτουργία και μετατρέπεται σε αυστηρό, “μουσειακό” τόπο.
Ίσως, αντί να περιοριζόμαστε σε νομικές ή θεσμικές λεπτομέρειες, να δούμε αυτή την εξέλιξη ως ευκαιρία επαναπροσδιορισμού του δημόσιου χώρου: Ποιος έχει πρόσβαση σε αυτόν; Πώς τον προστατεύουμε χωρίς να τον αποστειρώνουμε;
Η απάντηση ίσως βρίσκεται ακριβώς στο πνεύμα του ίδιου του μνημείου — στην ανωνυμία του. Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν έχει όνομα γιατί εκπροσωπεί όλους μας. Είναι ένα σύμβολο ενότητας, όχι αποκλεισμού.
Η συζήτηση για το ποιος “διαχειρίζεται” το μνημείο είναι, στην πραγματικότητα, μια συζήτηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία. Όσο περισσότερο οι πολίτες αισθάνονται ότι οι χώροι μνήμης τους ανήκουν, τόσο πιο βαθιά ριζώνει η δημοκρατική κουλτούρα.
Ίσως, λοιπόν, το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη να συνεχίζει –σιωπηλά– να μας υπενθυμίζει ότι η ελευθερία δεν είναι δεδομένη, και ότι η δημοκρατία κατοικεί στους κοινούς χώρους, εκεί όπου η μνήμη και η φωνή συναντιούνται.
Σε τελική ανάλυση, πέρα από πολιτικές αντιπαραθέσεις και θεσμικές αρμοδιότητες, υπάρχει κάτι πιο θεμελιώδες: ο αυτονόητος σεβασμός.
Σεβασμός όχι μόνο προς τους ήρωες που τιμώνται μέσα από τέτοια μνημεία, αλλά και προς το ίδιο το νόημα που αυτά ενσαρκώνουν — τη μνήμη, τη θυσία, τη συλλογική ταυτότητα ενός λαού. Ο σεβασμός αυτός δεν επιβάλλεται με διατάγματα ούτε με περιφράξεις, καλλιεργείται μέσα από τον διάλογο και τη δημοκρατική παιδεία.
Αν κάτι αξίζει πραγματικά να “διαφυλάξουμε”, είναι η ισορροπία ανάμεσα στην τιμή και την ελευθερία, ανάμεσα στη σιωπή της μνήμης και τη φωνή της κοινωνίας. Γιατί μόνο έτσι, τα σύμβολα παραμένουν ζωντανά — όχι ως ιερά μουσεία του παρελθόντος, αλλά ως ζωντανές υπενθυμίσεις του ποιοι είμαστε και τι οφείλουμε να σεβόμαστε.