Η χοληστερίνη έχει αποκτήσει στη δημόσια συζήτηση έναν σχεδόν δαιμονικό ρόλο, σαν να πρόκειται για έναν εχθρό που πρέπει πάση θυσία να εξαλειφθεί. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα απολύτως φυσικό και αναγκαίο μόριο, χωρίς το οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Συμμετέχει στη δομή όλων των κυτταρικών μεμβρανών, στη σύνθεση ορμονών και στη σωστή λειτουργία του νευρικού συστήματος. Το σώμα μας μάλιστα παράγει από μόνο του τη χοληστερίνη που χρειάζεται, με το ήπαρ να λειτουργεί ως κεντρικός ρυθμιστής. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στη χοληστερίνη καθαυτή, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή μεταφέρεται και κυρίως στον τρόπο που αλλοιώνεται μέσα στο σώμα.
LDL, οξείδωση και ο πραγματικός καρδιαγγειακός κίνδυνος
Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι η απλή παρουσία της λεγόμενης «κακής» χοληστερίνης δεν αρκεί για να προκαλέσει βλάβες στα αγγεία. Ο κρίσιμος παράγοντας είναι η οξείδωση της LDL, μια διαδικασία που συνδέεται με φλεγμονή, μεταβολικό στρες και μακροχρόνια επιβάρυνση του αγγειακού τοιχώματος. Ιδανικά, η ιατρική θα έπρεπε να μετρά την οξειδωμένη μορφή της LDL, καθώς αυτή σχετίζεται άμεσα με εμφράγματα και εγκεφαλικά. Επειδή όμως αυτή η εξέταση δεν είναι ακόμη διαθέσιμη στην καθημερινή πράξη, η κλασική μέτρηση της LDL παραμένει ο καλύτερος διαθέσιμος δείκτης κινδύνου, όχι επειδή είναι τέλειος, αλλά επειδή είναι το λιγότερο ατελές εργαλείο που έχουμε.
Η «καλή» χοληστερίνη δεν εξουδετερώνει την «κακή»
Για πολλά χρόνια επικράτησε η άποψη ότι μια υψηλή τιμή της λεγόμενης «καλής» χοληστερίνης μπορεί να εξουδετερώσει τον κίνδυνο της αυξημένης LDL. Η υπόθεση αυτή διαψεύστηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο όταν φάρμακα που αύξαναν τεχνητά την HDL όχι μόνο δεν μείωσαν τα καρδιαγγειακά επεισόδια, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις τα αύξησαν. Η σύγχρονη καρδιολογία είναι σαφής: στις κλινικές αποφάσεις αξιολογείται πρωτίστως η LDL. Η HDL δεν λειτουργεί ως «ασπίδα» και δεν αναιρεί τον κίνδυνο που προκαλεί η μακροχρόνια έκθεση των αγγείων σε αυξημένη κακή χοληστερίνη.
Γονίδια ή τρόπος ζωής; Η αλήθεια στη μέση
Η χοληστερίνη είναι καθαρά γενετικό ζήτημα μόνο σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, τα επίπεδα της LDL αντανακλούν τον τρόπο ζωής, τη διατροφή, τη σωματική δραστηριότητα και τον ύπνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι μπορούν εύκολα να πετύχουν ιδανικές τιμές μέσα στις συνθήκες της σύγχρονης ζωής, αλλά σημαίνει ότι η αύξηση της χοληστερίνης δεν αποτελεί αναπόφευκτη μοίρα. Η γενετική προδιάθεση επηρεάζει τον τρόπο που ο οργανισμός ανταποκρίνεται στη διατροφή, όχι όμως το αν είναι καταδικασμένος σε αυξημένες τιμές.
Διατροφή, λιπαρά και ο μύθος της απόλυτης απαγόρευσης
Τα ζωικά λιπαρά δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους η κατανάλωσή τους ανεβάζει απότομα την LDL και άλλοι στους οποίους έχει ελάχιστη ή ακόμη και αντίστροφη επίδραση. Η διαφορά αυτή οφείλεται σε γονιδιακούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό των λιπιδίων. Το ίδιο ισχύει και για τροφές που ενοχοποιήθηκαν άδικα στο παρελθόν, όπως τα αυγά. Παρότι περιέχουν χοληστερίνη, αυτή δεν απορροφάται σε βαθμό που να επηρεάζει ουσιαστικά την LDL. Στο σύγχρονο διατροφικό τοπίο, τα αυγά και τα θαλασσινά μπορούν να αποτελέσουν μέρος μιας ισορροπημένης διατροφής, χωρίς τον φόβο που τα συνόδευε επί δεκαετίες.
Άγχος, καθημερινότητα και η αθέατη αιτία της αύξησης
Το άγχος από μόνο του δεν αυξάνει άμεσα τη χοληστερίνη. Δεν υπάρχει βιολογικός μηχανισμός που να το υποστηρίζει. Αυτό που κάνει όμως είναι να διαβρώνει τη φροντίδα του εαυτού. Η πίεση της καθημερινότητας οδηγεί σε πρόχειρες διατροφικές επιλογές, έλλειψη ύπνου και απουσία κίνησης. Έτσι, το άγχος λειτουργεί έμμεσα, όχι ως αιτία, αλλά ως καταλύτης συμπεριφορών που ευνοούν την αύξηση της LDL. Η αντιμετώπιση της χοληστερίνης, επομένως, δεν είναι μόνο ζήτημα αριθμών και εξετάσεων, αλλά συνολικής στάσης ζωής. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το σημείο όπου η ιατρική συναντά την προσωπική ευθύνη, χωρίς ενοχές αλλά με γνώση.
