Η κετογονική διατροφή, υψηλή σε λιπαρά και πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες, δεν είναι απλώς μια δίαιτα για απώλεια βάρους. Σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη σε ασθενείς με επιληψία, ψυχικές διαταραχές και εθισμούς. Μετατοπίζοντας τον εγκέφαλο από εξάρτηση στη γλυκόζη σε χρήση κετόνων ως καύσιμο, η διατροφή αυτή βελτιώνει την εγκεφαλική ενέργεια, μειώνει τη φλεγμονή και βοηθά στη ρύθμιση των νευροδιαβιβαστών.
Αρχικά αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1920 για τη θεραπεία της επιληψίας, η κετογονική διατροφή μιμείται τις βιοχημικές επιδράσεις της νηστείας περιορίζοντας τους υδατάνθρακες και προκαλώντας κατάσταση κέτωσης. Σήμερα χρησιμοποιείται σε ασθενείς με ανθεκτική στη φαρμακευτική αγωγή επιληψία, μειώνοντας τις κρίσεις κατά πάνω από 50% σε πολλούς από αυτούς.
Στον τομέα της ψυχιατρικής, η διαταραγμένη εγκεφαλική ενέργεια, η χρόνια φλεγμονή και η ανισορροπία νευροδιαβιβαστών φαίνεται να παίζουν κεντρικό ρόλο σε καταστάσεις όπως σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή και κατάθλιψη. Η κετογονική διατροφή μπορεί να αποκαταστήσει την μεταβολική ευελιξία και να μειώσει τη φλεγμονή, βελτιώνοντας τη διάθεση, τις γνωστικές λειτουργίες και τα συμπτώματα ψυχωτικών διαταραχών.
Η εφαρμογή της διατροφής αυτής στην αντιμετώπιση εθισμών είναι ιδιαίτερα υποσχόμενη. Στη χρήση αλκοόλ, ο εγκέφαλος των αλκοολικών παρουσιάζει μειωμένη χρήση γλυκόζης και αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα σε αλκοολικά παράγωγα, γεγονός που συνδέεται με συμπτώματα στέρησης και έντονη επιθυμία για αλκοόλ. Η κετογονική δίαιτα μειώνει αυτή την υπερερεθιστικότητα και την οξειδωτική πίεση, διευκολύνοντας την αποτοξίνωση και περιορίζοντας την επιθυμία για κατανάλωση.
Παράλληλα, η κετογονική διατροφή έχει υποδειχθεί ότι βελτιώνει τα συμπτώματα κατάθλιψης και την αστάθεια διάθεσης σε άτομα που αποκαθίστανται από εθισμούς σε ουσίες όπως οπιοειδή και διεγερτικά. Η σταθεροποίηση των επιπέδων γλυκόζης, η βελτίωση της μιτοχονδριακής λειτουργίας και η αντιφλεγμονώδης δράση των κετόνων ενισχύουν τη θεραπευτική διαδικασία, μειώνοντας την πιθανότητα υποτροπής.
Ωστόσο, η τήρηση της κετογονικής διατροφής μπορεί να είναι δύσκολη λόγω της περιοριστικής φύσης της, ειδικά σε άτομα με κοινωνική ή διατροφική αστάθεια. Υβριδικά προγράμματα ή τροποποιημένες μορφές κετογονικής διατροφής μπορούν να βελτιώσουν την εφαρμογή της στην κλινική πράξη.
Συμπερασματικά, η κετογονική διατροφή αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο που συνδέει νευρολογία, ψυχιατρική και θεραπεία εθισμών. Η ένταξή της σε προγράμματα αποκατάστασης μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα στέρησης, να περιορίσει την επιθυμία για ουσίες και να υποστηρίξει τη μακροχρόνια ανάρρωση. Παρά την ανάγκη για περαιτέρω κλινικές μελέτες, τα υπάρχοντα δεδομένα την καθιστούν μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση συμπληρωματικής θεραπείας.
