Η έκτακτη σύνοδος των υπουργών Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες έφερε στο προσκήνιο μια καίρια συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, την κλιματική φιλοδοξία και τις εγχώριες πολιτικές στρατηγικές. Η πρόκληση είναι απλή στη θεωρία, αλλά εξαιρετικά σύνθετη στην πράξη: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 90% έως το 2040, μια στόχευση που, αν επιτευχθεί, θα καταστήσει την Ευρώπη πρωτοπόρο στην παγκόσμια μάχη για την κλιματική ουδετερότητα. Ωστόσο, οι εντάσεις και οι αντιφάσεις μεταξύ των κρατών-μελών αποκαλύπτουν τη δυσκολία της πολιτικής συναίνεσης όταν η φιλοδοξία συναντά τον ρεαλισμό.
Κάποια κράτη, όπως η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Πολωνία, βλέπουν τον στόχο του 90% ως υπερβολικά φιλόδοξο, σχεδόν ανέφικτο, ιδιαίτερα για τις βιομηχανίες τους που εξακολουθούν να στηρίζονται σε έντονα ενεργοβόρους κλάδους. Στον αντίποδα, χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία, η Ολλανδία, αλλά και η Ισπανία και η Πορτογαλία, έχουν ταχθεί υπέρ της φιλόδοξης γραμμής, επιδιώκοντας να κρατήσουν την Ευρώπη στην κορυφή της παγκόσμιας κλιματικής ηγεσίας. Η δυσκολία της επίτευξης συναίνεσης αναδεικνύει ένα ευρύτερο πρόβλημα: η Ευρώπη θέλει να μη μείνει ουραγός των εξελίξεων, αλλά ταυτόχρονα να ισορροπήσει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισορροπίες που η μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» θα φέρει.
Η ελληνική συμμετοχή στη σύνοδο, υπό τον Υπουργό Περιβάλλοντος Σταύρο Παπασταύρου, αντικατοπτρίζει την προσπάθεια μιας μικρότερης, αλλά ενεργής χώρας να συνδυάσει φιλοδοξία και ρεαλισμό. Η Ελλάδα, σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες ανάγκες της οικονομίας της —ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς όπως η ναυτιλία και η ενεργοβόρος βιομηχανία— προτάσσει την ευελιξία και την αναθεωρησιμότητα των στόχων. Η γραμμή της ελληνικής διπλωματίας είναι ξεκάθαρη: δεν μπορείς να θυσιάσεις την κοινωνική συνοχή και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στο βωμό ενός ιδανικού στόχου, όσο υψηλά κι αν φαίνεται.
Ωστόσο, πίσω από τα επιχειρήματα της ευελιξίας και της προστασίας των κλάδων, κρύβεται ο μεγάλος κίνδυνος για την Ευρώπη: η καθυστέρηση στην υλοποίηση των φιλόδοξων στόχων μπορεί να υπονομεύσει τη θέση στη διεθνή σκηνή. Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες συνεχίζουν να αυξάνονται, τα ακραία καιρικά φαινόμενα πυκνώνουν και η πίεση να ληφθούν άμεσες αποφάσεις μεγαλώνει. Η Ευρώπη δεν μπορεί να επιτρέψει να μετατραπεί η πράσινη μετάβαση σε ένα παιχνίδι καθυστερήσεων ή πολιτικών ισορροπιών που υπονομεύουν τον στόχο του 2040.
Η ελληνική στρατηγική, αν και ρεαλιστική, πρέπει να βρει τη χρυσή τομή: να στηρίξει κρίσιμους κλάδους χωρίς να υπονομεύσει τη φιλόδοξη πορεία μείωσης εκπομπών και να ενισχύσει επενδύσεις σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και υποδομές που μπορούν να μεταμορφώσουν την οικονομία. Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο, να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση και να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός ευρύτερου διαδρόμου μεταφοράς καθαρής ενέργειας στην Ευρώπη.
Συνολικά, η σύνοδος των υπουργών Περιβάλλοντος δεν αποτελεί απλά μια τεχνική διαπραγμάτευση για τις εκπομπές CO2. Είναι μια κρίσιμη στιγμή για το ευρωπαϊκό μέλλον, μια ευκαιρία να αποφασιστεί αν η Ευρώπη θα παραμείνει ηγέτης στον πλανήτη ή αν θα αδρανήσει μπροστά στις προκλήσεις που η ίδια δημιούργησε για το κλίμα και τις επόμενες γενιές. Η Ελλάδα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καλείται να παίξει ρόλο υπεύθυνο αλλά δυναμικό, ισορροπώντας ανάμεσα στη φιλοδοξία και τον ρεαλισμό, ανάμεσα στη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα, ανάμεσα στην προστασία των πολιτών και την ανάγκη για μετασχηματισμό της οικονομίας.
