Δέκα χρόνια μετά τη Συμφωνία των Παρισίων, ο κόσμος εξακολουθεί να μετράει στόχους και δεσμεύσεις, αλλά όχι αποτελέσματα. Το ερώτημα πλέον δεν είναι πόσο φιλόδοξες είναι οι εξαγγελίες για τη μείωση των εκπομπών ή τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά αν υπάρχει η κρατική ικανότητα και η χρηματοδότηση για να μετατραπούν όλα αυτά σε πράξη.
Η φετινή Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα, COP30 στο Μπελέμ της Βραζιλίας, φιλοδοξεί να είναι η “Διάσκεψη των Λύσεων” — μια στιγμή μετάβασης από τις διακηρύξεις στην υλοποίηση. Ωστόσο, οι προοπτικές δεν είναι ιδανικές. H Ευρωπαϊκή Ένωση χαλάρωσε τον στόχο της για το 2040, επιτρέποντας στις χώρες-μέλη να αγοράζουν ξένα δικαιώματα εκπομπών αντί να μειώνουν τις δικές τους. Την ίδια στιγμή, πάνω από 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε χώρες που δαπανούν περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους απ’ ό,τι για την υγεία, θυσιάζοντας επενδύσεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα απέναντι στην κλιματική κρίση.
Η αντίφαση είναι προφανής: όλοι μιλούν για βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά λίγοι διαθέτουν τα μέσα για να την εφαρμόσουν. Η αλήθεια είναι ότι η κλιματική κρίση είναι και κρίση επενδύσεων. Χωρίς επενδύσεις στις παραγωγικές δυνατότητες, οι χώρες δεν μπορούν να αναπτυχθούν, δεν μπορούν να μειώσουν το χρέος τους και, φυσικά, δεν μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές τους.
Αυτό που λείπει, λοιπόν, δεν είναι οι υποσχέσεις, αλλά η κρατική ικανότητα υλοποίησης — η δυνατότητα των δημόσιων θεσμών να μετατρέπουν τους στόχους σε μετρήσιμα αποτελέσματα. Από τη βιώσιμη ανάπτυξη και την οικονομική ανθεκτικότητα, μέχρι τη δίκαιη μετάβαση και την αντιμετώπιση του χρέους, το κοινό νήμα είναι το ίδιο: οι θεσμοί δεν έχουν ενισχυθεί αρκετά για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής.
Η νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική που ζητείται δεν αφορά μόνο το ύψος των κονδυλίων, αλλά και τον τρόπο διαχείρισής τους. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στον 21ο αιώνα, όμως η προσαρμογή τους στις ανάγκες που επιβάλλουν οι κλιματικοί και αναπτυξιακοί περιορισμοί παραμένει αργή. Οι δεσμεύσεις υπάρχουν, η εφαρμογή είναι το πρόβλημα.
Ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η ενίσχυση της κρατικής ικανότητας δεν είναι πολυτέλεια — είναι προϋπόθεση για κάθε μορφή βιώσιμης πολιτικής. Οι κυβερνήσεις χρειάζονται όχι μόνο χρηματοδότηση, αλλά και τα μέσα να τη διαχειριστούν αποτελεσματικά. Η συζήτηση για την κλιματική χρηματοδότηση, επομένως, δεν μπορεί να περιορίζεται στα νούμερα. Η πραγματική πρόκληση είναι η αποτελεσματικότητα, η ικανότητα να μετατραπεί κάθε ευρώ, κάθε δολάριο, κάθε επένδυση σε βιώσιμο αποτέλεσμα. Οι χώρες χρειάζονται “πλατφόρμες υλοποίησης” — κόμβους συνεργασίας ανάμεσα σε δημόσιους οργανισμούς, τράπεζες ανάπτυξης και επιχειρήσεις — που θα λειτουργούν με στόχο, συνέπεια και διαφάνεια.
Αν η COP30 θέλει πράγματι να μείνει στην ιστορία ως η Διάσκεψη των Λύσεων, τότε η επιτυχία της δεν θα κριθεί από το πόσες νέες δεσμεύσεις θα ανακοινωθούν, αλλά από το αν θα καταφέρει να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που θα τις κάνουν πραγματικότητα. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, η πραγματική δράση για το κλίμα δεν μετριέται μόνο σε βαθμούς και νούμερα , αλλά σε πολιτικές ικανότητες, θεσμούς και ανθρώπους που μπορούν να πραγματοποιήσουν την αναγκαία αλλαγή.
