Η υγειονομική περίθαλψη στην Ευρώπη θεωρείται θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά στην πράξη το κόστος δεν το επωμίζονται όλοι το ίδιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες πληρώνουν από την τσέπη τους σχεδόν το 34,3% των δαπανών για την υγεία τους, ποσοστό που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, δίπλα στη Βουλγαρία και τη Λετονία. Με άλλα λόγια, για κάθε 100 ευρώ που δαπανώνται για ιατρική φροντίδα, οι Έλληνες πληρώνουν 34 ευρώ από την τσέπη τους. Οι πολίτες σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία ή το Λουξεμβούργο δίνουν πολύ λιγότερα, γύρω στο 9–11% των συνολικών δαπανών. Η διαφορά δεν είναι τυχαία: οι χώρες αυτές διαθέτουν ολοκληρωμένα δημόσια συστήματα υγείας, που καλύπτουν τόσο νοσοκομειακές υπηρεσίες όσο και φάρμακα και πρωτοβάθμια περίθαλψη, ενώ η Ελλάδα παραμένει πίσω σε πολλούς τομείς, με περιορισμένη κάλυψη για φάρμακα, οδοντιατρική και διαγνωστικές εξετάσεις.
Όμως η αλήθεια είναι ακόμα πιο σκληρή όταν συνυπολογίσουμε την πραγματική αγοραστική δύναμη (PPS). Η περιορισμένη οικονομική δυνατότητα των Ελλήνων σημαίνει ότι, παρά το ότι τα ονομαστικά ποσά μπορεί να μοιάζουν συγκρίσιμα με άλλες χώρες, η πραγματική επιβάρυνση για τα νοικοκυριά είναι πολύ μεγαλύτερη. Με απλά λόγια, οι Έλληνες πληρώνουν περισσότερα σε σχέση με τα εισοδήματά τους και παράλληλα απολαμβάνουν λιγότερες υπηρεσίες, σε αντίθεση με χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, όπου η υψηλή αγοραστική δύναμη επιτρέπει στους πολίτες να έχουν καλύτερη κάλυψη με μικρότερη προσωπική συμμετοχή.
Σε απόλυτα ποσά, τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν πολύ περισσότερο από χώρες με ισχυρότερα συστήματα υγείας και υψηλότερα εισοδήματα, όπου το μέσο ποσό κυμαίνεται σημαντικά πιο χαμηλά. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αφορά και την πρόσβαση στην περίθαλψη. Οι πολίτες στις χώρες με χαμηλές δαπάνες από την τσέπη τους απολαμβάνουν καλύτερη πρόληψη, γρηγορότερη φροντίδα και μεγαλύτερη προστασία από καταστροφικές δαπάνες, ενώ στην Ελλάδα η ανάγκη για ιατρικές υπηρεσίες συχνά συνοδεύεται από οικονομικό άγχος.
Η ανισότητα αυτή αντικατοπτρίζει την πολιτική επιλογή: οι ισχυρότερες οικονομίες επενδύουν περισσότερο στα συστήματα υγείας τους, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία βασίζονται σε περιορισμένες δημόσιες παροχές και αναγκάζουν τους πολίτες να συμπληρώνουν το κενό από την τσέπη τους. Αντιμέτωποι με αυξανόμενες ανάγκες λόγω γήρανσης του πληθυσμού και χρόνιων ασθενειών, οι Έλληνες καταλήγουν να πληρώνουν περισσότερο, με λιγότερη προστασία, δημιουργώντας ένα σύστημα που φαινομενικά προσφέρει ίση πρόσβαση, αλλά στην πράξη αφήνει πολλούς εκτεθειμένους.
Η σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Οι Έλληνες πολίτες συνεχίζουν να επιβαρύνονται υπέρμετρα, ενώ η υπόσχεση ενός καθολικού δικαιώματος στην υγεία παραμένει μερική και ελλιπής.
