Ο προϋπολογισμός του 2026 επιχειρεί να στείλει μήνυμα ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης για την Ελλάδα, προβλέποντας σημαντική άνοδο των επενδύσεων, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και σταθερή μείωση της ανεργίας. Τα πρωτογενή πλεονάσματα εμφανίζονται αυξημένα, αποτυπώνοντας μια δημοσιονομική στρατηγική που θέλει να συνδυάσει ανάπτυξη με σταθερότητα. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η ελληνική οικονομία συνεχίζει την πορεία σύγκλισης με την ευρωζώνη, με τον ρυθμό ανάπτυξης να διατηρείται για έκτο συνεχή χρόνο πάνω από 2%, ενώ η παραγωγικότητα και οι αμοιβές των εργαζομένων δείχνουν σημάδια ανάκαμψης.
Παρά τις θετικές προβλέψεις για την οικονομία, η κοινωνία βιώνει έντονες πιέσεις στην καθημερινότητά της. Μεγάλο μέρος των νοικοκυριών δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες, γεγονός που υπογραμμίζει ότι η ανάπτυξη πρέπει να μεταφραστεί σε πραγματική ευημερία και ποιότητα ζωής. Η ενίσχυση των εισοδημάτων, η μείωση των φορολογικών βαρών και οι παρεμβάσεις για οικογένειες και νέους στοχεύουν να μειώσουν αυτή την πίεση, ενώ ταυτόχρονα ανοίγουν δρόμο για επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια, ανανεώσιμες πηγές και τεχνολογία.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η αύξηση του ΑΕΠ, αλλά η δημιουργία συνθηκών όπου η οικονομική ανάπτυξη συνυπάρχει με βιωσιμότητα, περιβαλλοντική υπευθυνότητα και ψηφιακή πρόοδο.
Ταυτόχρονα, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και οι διεθνείς πιέσεις υπενθυμίζουν ότι η ανάπτυξη δεν είναι αυτονόητη. Η αισιοδοξία για το 2026 συνυπάρχει με μια δόση επιφυλακτικότητας.
Συνεπώς, η κοινωνική διάσταση παραμένει κρίσιμη: η ανάπτυξη, όσο ισχυρή κι αν είναι, δεν γίνεται άμεσα αισθητή σε όλους. Ο προϋπολογισμός επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα μεγέθη των δεικτών και την πραγματικότητα των νοικοκυριών. Αν οι επενδύσεις υλοποιηθούν όπως προβλέπεται και οι πολιτικές ενίσχυσης εισοδημάτων αποδώσουν, η Ελλάδα μπορεί να δει μια ουσιαστική βελτίωση στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Διαφορετικά, τα μεγάλα λόγια για «ανάπτυξη για όλους» θα παραμείνουν περισσότερο ως φιλοδοξία παρά ως πραγματικότητα.
