Ο ελληνικός οικονομικός ιστός κουβαλά ακόμη ένα τεράστιο βάρος σιωπηρής αδικίας: περίπου 45 με 50 δισεκατομμύρια ευρώ παραμένουν εκτός ραντάρ της εφορίας, συνιστώντας σχεδόν το 21% του ΑΕΠ. Πρόκειται για πόρους που χάνονται κάθε χρόνο, πόρους που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν υγεία, παιδεία και κοινωνική πρόνοια, αλλά και να δημιουργήσουν χώρο για ελαφρύνσεις και επενδύσεις.
Η χώρα μας παραμένει στις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη όσον αφορά τη μαύρη οικονομία, με ποσοστά σχεδόν διπλάσια από τη Γερμανία ή την Ιρλανδία και σημαντικά υψηλότερα από χώρες με παρόμοιες οικονομικές συνθήκες, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία. Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ και η επίμονη χρήση μετρητών συνιστούν βασικούς παράγοντες που διατηρούν την παραοικονομία σε αυτά τα επίπεδα, υπονομεύοντας τη φορολογική δικαιοσύνη και επιβαρύνοντας τους συνεπείς φορολογούμενους.
Ωστόσο, η ψηφιακή μετάβαση δίνει πλέον ελπίδα. Μέσα στην τελευταία δεκαετία, οι ψηφιακές μεταρρυθμίσεις – από την καθολική εφαρμογή της πλατφόρμας myDATA και την υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση έως την σταδιακή εφαρμογή του ψηφιακού δελτίου αποστολής – απέδωσαν απτά αποτελέσματα. Το «κενό ΦΠΑ» περιορίστηκε στο 13,7%, κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και οι ψηφιακές διασταυρώσεις έδωσαν πρόσβαση σε επιπλέον έσοδα ύψους περίπου 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Το επόμενο κύμα μεταρρυθμίσεων, που περιλαμβάνει την ηλεκτρονική τιμολόγηση για φυσικά πρόσωπα, την προείσπραξη ΦΠΑ μεταξύ επιχειρήσεων, τη σύνδεση της φορολογικής συνέπειας με τραπεζική βαθμολογία και την ενσωμάτωση περιουσιακών δεδομένων στο Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων, δείχνει ότι το κράτος προσανατολίζεται σε ένα ουσιαστικό χτύπημα της μαύρης οικονομίας.
Η στόχευση είναι ξεκάθαρη: η παραοικονομία κάτω από το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2027 σημαίνει επιστροφή τουλάχιστον 10 δισεκατομμυρίων ευρώ στην επίσημη οικονομία κάθε χρόνο. Το στοιχείο-κλειδί για την επίτευξη αυτού του στόχου φαίνεται να είναι η αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών, καθώς κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης των καρτών μεταφράζεται σε 1% αύξηση εσόδων για το Δημόσιο. Παρά τα βήματα προόδου, όμως, τα μετρητά εξακολουθούν να κυριαρχούν, αποτελώντας σχεδόν το 42% της αξίας και το 54% των συναλλαγών.
Το ζήτημα της παραοικονομίας δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι και κοινωνικό. Καθρεφτίζει τη δυσκολία μετασχηματισμού μιας οικονομίας που για δεκαετίες στηριζόταν σε «γκρίζες» πρακτικές και την ανάγκη για ψηφιακή διαφάνεια και λογοδοσία. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: οι αποφάσεις που θα ληφθούν τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν αν η χώρα θα μπορέσει να απελευθερώσει αυτά τα δισεκατομμύρια, όχι μόνο για να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα, αλλά και για να δημιουργήσει ένα δίκαιο οικονομικό περιβάλλον που ανταμείβει τη συνέπεια και ενισχύει τη συλλογική ευημερία.
