Με αφορμή πρόσφατο ρεπορτάζ του Business Insider, το οποίο αναδεικνύει μια ανησυχητική – αλλά ολοένα πιο ορατή – πραγματικότητα στον εταιρικό κόσμο, τίθεται εκ νέου στο προσκήνιο μια παλιά συζήτηση: πόσο κοστίζει τελικά η εμφάνιση στην επαγγελματική ανέλιξη; Και, ακόμη πιο ανησυχητικά, έχει η «ελκυστικότητα» μετατραπεί σε άτυπη προϋπόθεση για να παραμείνει κανείς ανταγωνιστικός στη δουλειά του;
Το δημοσίευμα περιγράφει με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες μια νέα εργασιακή κουλτούρα, όπου τα φίλτρα, οι αισθητικές παρεμβάσεις και η αδιάκοπη προσπάθεια «βελτίωσης» της εικόνας παρουσιάζονται σχεδόν ως υποχρεωτικός εξοπλισμός για τον σύγχρονο επαγγελματία. Η πανδημία και η συνεπακόλουθη εξάρτηση από τις οθόνες δεν έκαναν απλώς τα σπίτια μας γραφεία, έκαναν και τα πρόσωπά μας μόνιμη βιτρίνα, εκτεθειμένη στην πιο αδυσώπητη μορφή αυτοπαρατήρησης.
Αυτό το νέο «καθεστώς εμφάνισης» δεν αφορά πλέον μοντέλα, influencers ή επαγγέλματα όπου η εικόνα είναι μέρος της δουλειάς. Αφορά τον μέσο εργαζόμενο: τον υπάλληλο του γραφείου, τον μάνατζερ, τον νέο πτυχιούχο που ψάχνει την πρώτη του θέση. Στην εποχή της υπερ-εικόνας, η επαγγελματική ταυτότητα φαίνεται να συνδέεται ολοένα και περισσότερο με το πόσο «φρέσκοι», «ζωντανοί» και «άτσαλα αψεγάδιαστοι» δείχνουμε στην κάμερα.
Το φαινόμενο δεν είναι απλώς κοινωνικό, έχει ήδη μετρήσιμες συνέπειες. Έρευνες δείχνουν ότι τα πιο ελκυστικά άτομα τυγχάνουν μεγαλύτερης εμπιστοσύνης, προσλαμβάνονται ευκολότερα και συχνά απολαμβάνουν υψηλότερες απολαβές. Όμως το νέο δεδομένο είναι η μαζικοποίηση της αισθητικής βελτίωσης: άλλοτε «αόρατες» πρακτικές, όπως τα botox, τα fillers, οι δερματολογικές θεραπείες ή οι ορθοδοντικές παρεμβάσεις, γίνονται πλέον δημόσιες εξομολογήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, όπου εργαζόμενοι μοιράζονται την καθημερινή τους ρουτίνα σαν να πρόκειται για ένα ακόμα επαγγελματικό εργαλείο.
Την ίδια ώρα, μια ολόκληρη βιομηχανία – από high-end γυμναστήρια και καλλυντικά μέχρι «έξυπνες» εφαρμογές για τέλειες φωτογραφίες – τροφοδοτεί την προσδοκία ότι η εικόνα πρέπει να είναι πάντα άμεμπτη. Και όσο η τεχνητή νοημοσύνη παρέχει εύκολα επεξεργασμένες, «βελτιωμένες» εκδοχές του εαυτού, τόσο αυξάνει η πίεση προς μια ομογενοποιημένη, σχεδόν απρόσωπη ομορφιά που απειλεί να γκρεμίσει την ατομικότητα.
Μέσα σε αυτό το νέο τοπίο, η ηλικία μετατρέπεται σε σύγχρονο ταμπού. Επαγγελματίες με πολυετή εμπειρία νιώθουν την ανάγκη να «παγώσουν» τη φθορά του χρόνου για να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους. Η ανησυχία πως το πρόσωπο – όχι οι επιδόσεις – καθορίζει τη διάρκεια μιας καριέρας, δεν είναι πια σιωπηλή, είναι υπαρκτή, ομολογημένη και βαθιά ανθρώπινη.
Το ερώτημα, βέβαια, δεν είναι αν πρέπει κανείς να περιποιείται τον εαυτό του. Ούτε αν η αυτοπεποίθηση που προσφέρει μια βελτίωση της εμφάνισης είναι ανήθικη. Το κρίσιμο ζήτημα είναι άλλο: πώς φτάσαμε στο σημείο η επαγγελματική επάρκεια να μετριέται – έστω και υποσυνείδητα – μέσα από την κάμερα ενός laptop;
Πρόκειται για μια κουλτούρα που, άθελά μας, κανονικοποιεί τις προκαταλήψεις γύρω από την ηλικία, το βάρος και την εμφάνιση, δημιουργώντας ένα εργασιακό περιβάλλον όπου η συνεχής «βελτίωση» δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα. Μια κουλτούρα που τρέφεται από την ανασφάλεια και συντηρεί το άγχος της διαρκούς σύγκρισης.
Καθώς ο δημόσιος διάλογος στρέφεται όλο και πιο συχνά σε ζητήματα ισότητας, ποικιλομορφίας και ενσυναίσθησης, ίσως ήρθε η στιγμή να εντάξουμε και την εμφάνιση σε αυτή τη συζήτηση. Όχι με όρους επιφανειακής κριτικής, αλλά με τη σοβαρότητα που αρμόζει σε ένα φαινόμενο που αγγίζει το ψυχικό, κοινωνικό και επαγγελματικό ευ ζην εκατομμυρίων εργαζομένων.
