Από την πρώτη COP το 1995 στο Βερολίνο πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια, που δίνουν την αίσθηση ότι οι σύνοδοι των μερών της σύμβασης–πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή δεν είναι ένα παρά μια θεατρική σκηνή όπου η επιστήμη παρουσιάζει το έργο της κατάρρευσης και η πολιτική ζητά «λίγη ακόμη παράταση».
Η διεθνής κοινότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατεστημένη, οικεία πλέον και… σχεδόν κουραστική πραγματικότητα: Οι δεσμεύσεις επαναλαμβάνονται, οι προθεσμίες μετακινούνται και οι υποσχέσεις για φιλόδοξη δράση μένουν στα χαρτιά. Παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας, οι παγκόσμιες εκπομπές εξακολουθούν να αυξάνονται, αποκαλύπτοντας ένα κενό ανάμεσα στη ρητορική και στην εφαρμογή πολιτικών που θα μπορούσαν πραγματικά να αναχαιτίσουν την κλιματική κρίση.
Για δεκαετίες, κεντρικά εργαλεία όπως η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, η χρηματοδότηση της μετάβασης στις αναπτυσσόμενες χώρες και η προστασία των κρίσιμων οικοσυστημάτων, παραμένουν ημιτελή. Οι μηχανισμοί λογοδοσίας είναι αδύναμοι και οι στόχοι συχνά μη δεσμευτικοί, επιτρέποντας στα κράτη να εμφανίζονται «πράσινα» χωρίς να υλοποιούν τις αναγκαίες αλλαγές.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο παραμένουν τα συμφέροντα που κινούνται στο παρασκήνιο: Ορυκτές βιομηχανίες με τεράστια οικονομική επιρροή, ενεργειακά λόμπι που καθυστερούν τη μετάβαση, καθώς και κυβερνήσεις που φοβούνται το πολιτικό κόστος της αλλαγής. Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να είναι δομημένη γύρω από ένα μοντέλο εξάντλησης πόρων, ενώ οι διαπραγματεύσεις συχνά εκφυλίζονται σε συμβιβασμούς που δεν συμβαδίζουν με την κλιματική πραγματικότητα.
Οι COP θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο καμπής, αλλά μόνο αν οι ηγέτες αναμετρηθούν με τις πραγματικές αιτίες της αδράνειας. Χωρίς δεσμευτικές αποφάσεις, σαφές χρονοδιάγραμμα και έγκυρους μηχανισμούς παρακολούθησης, η COP30 κινδυνεύει να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των ευκαιριών που χάθηκαν. «Acta non verba» έλεγαν οι Ρωμαίοι, «είστε αυτό που κάνετε, όχι αυτό που λέτε ότι θα κάνετε» λέει η ψυχολογία διά στόματος Carl Jung. Ο πλανήτης δεν έχει τίποτε να περιμένει από άλλη μια χρονιά «στόχων» που δεν εφαρμόζονται.
