Σύμφωνα με το InsideClimateNews, μία από τις πιο σκοτεινές περιβαλλοντικές υποθέσεις της σύγχρονης ιστορίας επανέρχεται στο προσκήνιο, καθώς τρεις διεθνείς διαιτητές αποφάσισαν ότι η κυβέρνηση του Ισημερινού οφείλει να καταβάλει 220 εκατομμύρια δολάρια στην Chevron. Η απόφαση προκαλεί αίσθηση, διότι η εταιρεία –διάδοχος της Texaco– κατηγορείται ότι επί δεκαετίες προκάλεσε εκτεταμένη οικολογική καταστροφή στον Αμαζόνιο, αφήνοντας πίσω της μολυσμένα νερά, τοξικές λίμνες αποβλήτων και κοινότητες αντιμέτωπες με υψηλά ποσοστά καρκίνου.
Η ουσία της υπόθεσης
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως το 1990, η Texaco άφησε στην καρδιά του τροπικού δάσους εκατομμύρια γαλόνια τοξικών λυμάτων και αργού πετρελαίου. Παράλληλα, συνεργάστηκε με ιεραποστολικές ομάδες από τις ΗΠΑ για την αναγκαστική επαφή και μετακίνηση αυτόχθονων πληθυσμών από περιοχές πλούσιες σε κοιτάσματα, μια πρακτική που άλλαξε βίαια τον τρόπο ζωής ολόκληρων λαών.
Οι πληγείσες κοινότητες δεν έχουν λάβει ποτέ αποζημίωση, ενώ η διεθνής διαιτησία αναγνώρισε τελικά όχι τη δική τους ζημιά αλλά το δικαίωμα της Chevron να διεκδικήσει αποκατάσταση από το κράτος του Ισημερινού. Η απόφαση στηρίζεται σε έναν ιδιότυπο μηχανισμό διεθνών εμπορικών συμφωνιών, ο οποίος επιτρέπει σε πολυεθνικές να παρακάμπτουν τα εθνικά δικαστήρια και να διεκδικούν αποζημιώσεις σε κλειστά διεθνή fora.
Η διαμάχη και οι αντιδράσεις
Η υπόθεση διαρκεί τρεις δεκαετίες και έχει γεμίσει χιλιάδες σελίδες δικαστικών εγγράφων. Το 2011, δικαστήριο του Ισημερινού είχε επιδικάσει αποζημίωση 9,5 δισ. δολαρίων υπέρ των κατοίκων. Ωστόσο, το διαιτητικό όργανο έκρινε στο πρώτο σκέλος της διαδικασίας «παρατυπίες» και «διαφθορά», αποδίδοντας στη χώρα την ευθύνη να αποζημιώσει την εταιρεία για τα νομικά της έξοδα. Για τους ανθρώπους της περιοχής, που εξακολουθούν να ζουν δίπλα σε λίμνες πετρελαιοειδών και καμένα φρεάτια εξόρυξης, η απόφαση μοιάζει με αντιστροφή της πραγματικότητας: ο ρυπαίνων ανταμείβεται, ενώ τα θύματα παραμένουν αβοήθητα.
Η αγανάκτηση είναι διάχυτη στους αυτόχθονες πληθυσμούς, οι οποίοι μετρούν απώλειες σε γη, υγεία και φυσικό περιβάλλον. Η ερώτηση που θέτουν όλοι είναι πώς μια χώρα με ήδη περιορισμένο προϋπολογισμό θα καταβάλει ένα τόσο υψηλό ποσό – και αν αυτό θα σημάνει περαιτέρω εξάρτηση από νέες γεωτρήσεις μέσα στον Αμαζόνιο.
Το διεθνές σύστημα διαιτησίας στο μικροσκόπιο
Η απόφαση αναζωπυρώνει τη συζήτηση για το αμφιλεγόμενο σύστημα διεθνούς επενδυτικής διαιτησίας. Ο μηχανισμός επιτρέπει σε εταιρείες να παραβλέπουν εθνικές νομοθεσίες και να απευθύνονται σε ιδιωτικά όργανα, συχνά χωρίς συμμετοχή των κοινοτήτων που πλήττονται. Νομικοί και ειδικοί σημειώνουν ότι τέτοιες αποφάσεις θολώνουν τα όρια μεταξύ οικονομικής ισχύος και κυριαρχίας των κρατών, δημιουργώντας ένα τοπίο όπου οι πολυεθνικές μπορούν να λειτουργούν χωρίς πραγματική λογοδοσία.
Ένα αβέβαιο αύριο για τον Αμαζόνιο
Ενώ οι διεθνείς νομικές αποφάσεις ακολουθούν τον δικό τους περίπλοκο δρόμο, η πραγματικότητα μέσα στον Αμαζόνιο παραμένει αμετάβλητη: τα τοξικά κατάλοιπα δεν έχουν καθαριστεί, νέες παραχωρήσεις εξόρυξης σχεδιάζονται και κοινότητες που ζουν κοντά σε μολυσμένα ποτάμια ξέρουν πως το κόστος –ανθρώπινο και περιβαλλοντικό– συνεχίζεται. Για εκείνους που επιβίωσαν από τις δεκαετίες ρύπανσης, η απόφαση δεν είναι παρά ένα ακόμη πλήγμα, καθώς βλέπουν τη χώρα τους να καλείται να πληρώσει μια εταιρεία που, σύμφωνα με τους ίδιους, άφησε ανεξίτηλο τραύμα στην περιοχή.
Η υπόθεση Texaco–Chevron δεν είναι απλώς μια διαμάχη ανάμεσα σε εταιρεία και κράτος. Είναι μια υπενθύμιση του πόσο εύθραυστη μπορεί να γίνει η έννοια της δικαιοσύνης όταν αντιπαρατίθεται με την εταιρική ισχύ και των συνεπειών που βιώνουν πρώτοι, και συχνά μόνοι, οι άνθρωποι που ζουν δίπλα στο πετρέλαιο.
