Πρόσφατη έρευνα της EcoVadis δείχνει ότι για πολλές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ οι δασμοί και οι εμπορικές εντάσεις έχουν μετατραπεί στον κορυφαίο εξωτερικό κίνδυνο για την εφοδιαστική αλυσίδα. Το 2025, το 72% των κορυφαίων στελεχών θεωρούν ότι οι δασμοί και οι εμπορικοί πόλεμοι αποτελούν τεράστια απειλή για τη λειτουργία της επιχείρησής τους.
Πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι το 56% δηλώνει πως οι πιέσεις αυτές θα αναγκάσουν την επιχείρησή τους να θυσιάσει – έστω εν μέρει – τις δεσμεύσεις της για βιωσιμότητα και κοινωνική ευθύνη, ενώ το 22% προβλέπει ότι οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές. Μόλις το 23% αισθάνεται ότι θα διατηρήσει ανεπηρέαστες τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές του πολιτικές.
Εφοδιαστικές αλυσίδες υπό πίεση – το περιβάλλον σε δεύτερη μοίρα
Οι δασμοί αλλάζουν ξαφνικά το κόστος εισαγωγών ή πρώτων υλών, αναγκάζοντας πολλές επιχειρήσεις να αναζητήσουν φθηνότερους προμηθευτές ή να αλλάξουν τρόπους παραγωγής. Αυτή η πίεση συχνά μετατρέπεται σε συμβιβασμούς: παρακάμπτεται ο έλεγχος περιβαλλοντικών ή εργασιακών προδιαγραφών, παραλείπονται επενδύσεις σε βιώσιμα υλικά ή καθυστερούν “πράσινες” μεταβάσεις. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, σε εταιρείες με ρευστότητα πάνω από 20 δισ. δολάρια, το 30% ομολογεί ότι απέκρυψε σημαντικούς κινδύνους βιωσιμότητας από προμηθευτές επειδή ήταν κρίσιμοι για την παραγωγή.
Ταυτόχρονα, η αύξηση ακραίων καιρικών φαινομένων, οι κρίσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι τεχνολογικές απειλές θέτουν στο τραπέζι το ερώτημα: μπορεί μια επιχείρηση να διατηρήσει «πράσινες» πολιτικές όταν οι συνθήκες είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες και το κόστος αυξάνεται;
Η βιωσιμότητα ως «κόστος» κι όχι ευκαιρία
Η πίεση που ασκούν οι δασμοί και οι αναταράξεις στις αγορές μετατοπίζει τις αποφάσεις – από μακροπρόθεσμη στρατηγική βιωσιμότητας σε βραχυπρόθεσμη επιβίωση. Η ανάγκη για μείωση κόστους, ταχύτερη παραγωγή ή εναλλακτικούς προμηθευτές συχνά μεταφράζεται σε επιλογές που υπονομεύουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές δεσμεύσεις.
Ακόμη και επιχειρήσεις που είχαν δεσμευτεί δημόσια σε «πράσινη» πορεία βλέπουν τις ESG πολιτικές τους να μετατρέπονται σε πολυτέλεια όταν οι επιλογές στενεύουν — και τότε η βιωσιμότητα υποχωρεί. Η έρευνα δείχνει πως πολλές φορές αυτά τα «προσωρινά μέτρα» μπορεί να γίνουν μόνιμα.
Τι σημαίνει αυτό για το μέλλον του περιβάλλοντος
Η υποχώρηση της βιωσιμότητας δεν είναι απλώς ζήτημα πυγμής ή ηθικής, έχει άμεσες επιπτώσεις στο περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή και την κοινωνία. Σύμφωνα με τους αναλυτές, εάν οι εταιρείες δεν επανεξετάσουν τις πολιτικές τους και δεν ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών τους αλυσίδων, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και οι κίνδυνοι για την κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να πολλαπλασιαστούν.
Παράλληλα, αναδεικνύεται η ανάγκη για νέες προσεγγίσεις: η βιωσιμότητα πρέπει να θεωρείται ασπίδα απέναντι στις κρίσεις — είτε οικονομικές, είτε περιβαλλοντικές, είτε γεωπολιτικές. Οι επιχειρήσεις που θα καταφέρουν να ενσωματώσουν ανθεκτικότητα, διαφάνεια και μακροπρόθεσμη στρατηγική, ίσως αποδειχθούν οι πιο βιώσιμες μακροπρόθεσμα.
Οι συνεχεία γεωπολιτικές και γεωοικονομικές μεταβολές αναγκάζει πολλές επιχειρήσεις να επιλέξουν ανάμεσα στην άμεση οικονομική επιβίωση και τις δεσμεύσεις για βιωσιμότητα. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι αρκετές προτιμούν το πρώτο. Η πίεση δεν είναι μόνο οικονομική — μετατρέπεται σε οικολογική και κοινωνική.
Εάν θέλουμε να έχουμε ευκαιρία να ανταποκριθούμε στην κλιματική κρίση και να προστατεύσουμε τις γενιές που έρχονται, χρειάζεται να επανεξετάσουμε τους όρους με τους οποίους αξιολογούμε τη «βιωσιμότητα».
