Με αφορμή το πρόσφατο άρθρο της εγκληματολόγου Δρ. Julia Shaw στο Guardian, γεννιέται ένα ερώτημα που χτυπά κατευθείαν στον πυρήνα της εποχής μας: γιατί δεν αντιμετωπίζουμε τα περιβαλλοντικά εγκλήματα όπως αντιμετωπίζουμε τη δολοφονία; Γιατί η καταστροφή του πλανήτη μας δεν προκαλεί την ίδια αγανάκτηση, το ίδιο αίσθημα αδικίας, την ίδια ανάγκη για τιμωρία;
Κάθε μέρα τα δελτία ειδήσεων γεμίζουν με υποθέσεις βίας, εγκλήματα, σκηνές ωμής φρίκης. Η κοινωνία δείχνει να μαγνητίζεται από το αίμα. Όμως, όπως παρατηρεί η Shaw, την ίδια στιγμή τεράστια εγκλήματα διαπράττονται μακριά από τα βλέμματα — εγκλήματα σιωπηλά, αργά, αλλά εξίσου θανατηφόρα. Όταν ένας βιομηχανικός κολοσσός ρυπαίνει ένα ποτάμι, όταν οργανωμένα κυκλώματα καταστρέφουν δάση ή εξαφανίζουν είδη, δεν είναι αυτό μια πράξη βίας; Δεν είναι ένα έγκλημα κατά της ζωής;
Ίσως το πρόβλημα είναι πως δεν το νιώθουμε προσωπικά. Αν κάποιος έμπαινε στο σπίτι μας, έκαιγε τα έπιπλά μας και δηλητηρίαζε το νερό μας, θα απαιτούσαμε δικαιοσύνη. Όμως όταν αυτό συμβαίνει σε μια κοινότητα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σ’ ένα δάσος που δεν γνωρίζουμε ή σ’ έναν ωκεανό που δεν βλέπουμε, παραμένουμε θεατές. Κι όμως, οι συνέπειες μάς αγγίζουν όλους. Η ρύπανση, η απώλεια βιοποικιλότητας, η αποσταθεροποίηση του κλίματος είναι οι τίτλοι εγκλημάτων που γράφονται με αόρατο μελάνι.
Η Shaw τονίζει κάτι κρίσιμο: δεν είναι όλα τα περιβαλλοντικά λάθη ίσα. Δεν μπορεί να συγκρίνεται κάποιος που δεν ανακυκλώνει με εκείνον που αποψιλώνει παράνομα δάση ή δηλητηριάζει οικοσυστήματα για κέρδος. Όπως και στο ποινικό δίκαιο, υπάρχει διαβάθμιση ευθύνης — και πρέπει να εστιάσουμε στους “οικολογικούς κατά συρροή εγκληματίες”: τα δίκτυα που πλουτίζουν από την καταστροφή, τους μηχανισμούς διαφθοράς που την επιτρέπουν, τις κυβερνήσεις που σιωπούν.
Και εδώ αναδύεται το βαθύτερο ερώτημα: ποιος είναι ο «δράστης»; Είναι τα συστήματα παραγωγής, οι εταιρείες, οι πολιτικές επιλογές; Ή μήπως εμείς, ως πολίτες, που αποδεχόμαστε σιωπηλά αυτή τη βία ως “αναγκαία” για την ανάπτυξη; Η Shaw προτείνει έναν παραλληλισμό με τη ψυχολογία του εγκλήματος: πίσω από κάθε πράξη υπάρχουν κίνητρα — απληστία, ατιμωρησία, ευκολία, συμβιβασμός, απελπισία. Όλα αυτά κινούν, με διαφορετικές μορφές, και τη μηχανή της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Αν αρχίζαμε να καλύπτουμε τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος όπως τα εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής — με ονόματα, ευθύνες, πρόσωπα, έρευνες, δικαστικές εξελίξεις — η κοινωνία ίσως θα ένιωθε αλλιώς. Ίσως θα αντιλαμβανόταν ότι κάθε “νεκρό” δάσος είναι ένας φόνος χωρίς μάρτυρες, κάθε τοξικό ποτάμι μια δολοφονία χωρίς ποινή.
Και τότε, η έννοια της δικαιοσύνης θα αποκτούσε ένα νέο, πιο ουσιαστικό νόημα: όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά για όλα τα όντα που συνυπάρχουν μαζί μας.
Γιατί, τελικά, το ερώτημα της Δρ. Shaw δεν είναι ρητορικό. Είναι μια πρόκληση προς όλους μας: Μπορούμε να μιλήσουμε για πρόοδο, όταν δεν μας σοκάρει πια ο φόνος του ίδιου του πλανήτη;