Μια νέα συμμαχία, με κεφάλαια που ξεπερνούν τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια, έρχεται να ταράξει τα νερά της παγκόσμιας οικονομίας – και αυτή τη φορά, όχι για να διεκδικήσει κέρδη, αλλά για να υπερασπιστεί τα δάση του πλανήτη.
Τριάντα μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, ανάμεσά τους οι Pictet Group και DNB Asset Management, συνυπογράφουν τη Διακήρυξη του Μπελέμ για τα Τροπικά Δάση, απαιτώντας από τις κυβερνήσεις να σταματήσουν την αποψίλωση και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων έως το 2030.
Η πρωτοβουλία αυτή, που έρχεται λίγο πριν από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα στη Βραζιλία, σηματοδοτεί μια βαθιά μετατόπιση στη σκέψη των αγορών: η φύση παύει να θεωρείται εξωτερικός παράγοντας και αναγνωρίζεται πλέον ως πυλώνας οικονομικής σταθερότητας. Όπως υπογραμμίζουν οι υπογράφοντες, «χωρίς υγιή φυσικά συστήματα, καμία οικονομία δεν μπορεί να σταθεί όρθια».
Το 2024, ο πλανήτης έχασε πάνω από 8 εκατομμύρια εκτάρια δάσους – έκταση σχεδόν ίση με την Αγγλία. Οι φωτιές, η ανεξέλεγκτη γεωργική εκμετάλλευση και η πίεση των πρώτων υλών συνεχίζουν να διαβρώνουν τα τελευταία φυσικά αποθέματα του πλανήτη. Πίσω από τα στατιστικά όμως, κρύβεται ένα πολύ πιο ανησυχητικό μήνυμα: κάθε στρέμμα που χάνεται αποδυναμώνει την ίδια τη βάση της παγκόσμιας αγοράς — το κλίμα, την αγροτική παραγωγή, την ασφάλεια τροφίμων και νερού.
Οι επενδυτές ζητούν ένα σαφές πλαίσιο δράσης: νομικές εγγυήσεις, οικονομικά κίνητρα για βιώσιμη γεωργία, διαφάνεια στα δεδομένα για την αποψίλωση και εναρμόνιση με τις διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα. Με άλλα λόγια, ζητούν σταθερότητα — όχι μόνο πολιτική, αλλά και περιβαλλοντική.
Η απαίτηση αυτή δεν γεννήθηκε εν κενώ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καθυστέρησε την εφαρμογή του κανονισμού για την αποτροπή της αποψίλωσης, εν μέσω έντονων πιέσεων από εμπορικούς εταίρους όπως η Βραζιλία και η Ινδονησία. Παράλληλα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επαναφορά πολιτικών που αμφισβητούν την κλιματική κρίση έχει αποδυναμώσει τη διεθνή συνοχή. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι αγορές μοιάζουν να αναλαμβάνουν τον ρόλο που οι κυβερνήσεις αποφεύγουν.
Όπως σημειώνει η Ίνγκριντ Τούνγκεν από το Rainforest Foundation Norway, «η αποψίλωση δεν είναι απλώς ηθικό ή οικολογικό ζήτημα, είναι οικονομικό ρίσκο πρώτου μεγέθους». Και πράγματι, οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων γνωρίζουν ότι η απώλεια φυσικών πόρων ισοδυναμεί με απώλεια κεφαλαίου — αόρατου μεν, θεμελιώδους δε.
Η Βραζιλία, που φιλοξενεί πάνω από το 60% του Αμαζονίου, θα είναι το επίκεντρο των παγκόσμιων διαβουλεύσεων. Εκεί, ανάμεσα σε πολιτικές υποσχέσεις και οικονομικά συμφέροντα, θα κριθεί εάν η νέα «πράσινη οικονομία» θα έχει ουσία ή θα μείνει σύνθημα.
Για πρώτη φορά, όμως, φαίνεται πως το ίδιο το χρήμα ζητά λογοδοσία — όχι για λόγους ευαισθησίας, αλλά για λόγους επιβίωσης.