Όπως αναφέραμε και χθες, βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι εμπορικοί ανταγωνισμοί καθορίζουν το μέλλον όχι μόνο των οικονομιών αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος, με τη βιωσιμότητα φαίνεται να υποχωρεί σε δεύτερη μοίρα. Οι επιχειρήσεις, αντιμέτωπες με συνεχείς αυξήσεις κόστους και αναταράξεις στις εφοδιαστικές τους αλυσίδες, συχνά αναγκάζονται να περιορίσουν τις δεσμεύσεις τους για περιβαλλοντική και κοινωνική υπευθυνότητα, βλέποντας τη βιώσιμη επιλογή ως πολυτέλεια που δεν αντέχεται οικονομικά.
Παράλληλα, η παγκόσμια ζήτηση για φυσικούς πόρους εντείνει τις ανισότητες και τις περιβαλλοντικές πιέσεις. Η εκμετάλλευση των ορυκτών και η καταστροφή οικοσυστημάτων συνοδεύονται συχνά από υποβάθμιση των κοινωνικών υποδομών και απώλεια πρόσβασης σε καθαρό νερό, ενώ οι οικονομικοί πόροι συγκεντρώνονται σε λίγα χέρια, αφήνοντας τις κοινότητες που πλήττονται από την εξόρυξη εκτεθειμένες σε μακροχρόνιους κινδύνους. Η πίεση για οικονομικό κέρδος μετατρέπει την προστασία του περιβάλλοντος σε εργαλείο δευτερεύον, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα τη σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομία των ενδιάμεσων φορέων αναδεικνύει μια ακόμη στρέβλωση. Οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις αλυσίδες παραγωγής και διανομής συχνά αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη από τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, καθορίζοντας τιμές, περιορίζοντας επιλογές και μετατρέποντας την ευκολία σε μονοπωλιακή υπεροχή. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος όπου η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες εξαρτάται από ενδιάμεσους που ελέγχουν τις ροές, συχνά χωρίς διαφάνεια ή δίκαιες ισορροπίες.
Η ίδια η γεωπολιτική τάξη προσθέτει αβεβαιότητα και πίεση. Η αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας επιρροής, οι στρατιωτικές ενισχύσεις, οι εμπορικές αντιπαραθέσεις και η αναζήτηση στρατηγικών πόρων δημιουργούν ένα συνεχές κλίμα αστάθειας. Σε αυτό το περιβάλλον, η βιωσιμότητα κινδυνεύει να θεωρηθεί κάτι το περιττό, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί την ασπίδα που θα επιτρέψει στις κοινωνίες να αντέξουν κρίσεις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απλώς ηθική ή ιδεολογική, είναι υπαρξιακή. Η προστασία των φυσικών πόρων, η διασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και η ανθεκτικότητα των παραγωγικών συστημάτων δεν αποτελούν επιλογή αλλά προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Η βιωσιμότητα πρέπει να επανακαθοριστεί ως στρατηγικό εργαλείο, ως κεντρικό στοιχείο πολιτικών και επιχειρησιακών αποφάσεων, και όχι ως μια “μαγική εικόνα” που παραμερίζεται στις περιόδους πίεσης.
Ο κόσμος αλλάζει με ταχείς ρυθμούς, και η ευθύνη βαραίνει εξίσου τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις. Μόνο μέσα από συνεπή νομοθεσία, διεθνείς συμφωνίες, διαφάνεια και συλλογική δράση μπορεί να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη δεν θα μετατραπεί σε καταστροφή, ότι οι φυσικοί πόροι θα προστατευτούν και οι κοινωνίες θα παραμείνουν ανθεκτικές απέναντι στις προκλήσεις μιας εποχής που δοκιμάζει τα όρια του πλανήτη και της ανθρώπινης συνείδησης.
