Οι νέες απαιτήσεις για την αναφορά εκπομπών άνθρακα έχουν μπει για τα καλά στην ατζέντα των επιχειρήσεων. Από την Ευρώπη μέχρι την Ασία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η υποχρέωση για διαφάνεια φέρνει πολλές εταιρείες αντιμέτωπες με μια δύσκολη ερώτηση: από πού αρχίζει κανείς; Η μέτρηση του αποτυπώματος άνθρακα δεν είναι μια απλή λογιστική καταγραφή, αλλά μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί οργάνωση, ακρίβεια και ξεκάθαρη στρατηγική.
Η αφετηρία βρίσκεται στον καθορισμό των οργανωτικών ορίων. Εδώ οι επιχειρήσεις επιλέγουν ανάμεσα στη μετοχική προσέγγιση, όπου οι εκπομπές υπολογίζονται με βάση το ποσοστό συμμετοχής σε μια δραστηριότητα, και την προσέγγιση του ελέγχου, όπου καταγράφονται όλες οι εκπομπές μόνο για τις λειτουργίες που εποπτεύουν άμεσα. Η απόφαση αυτή δεν είναι τυπική· καθορίζει τι ανήκει και τι όχι στη σφαίρα ευθύνης της εταιρείας.
Ακολουθεί ο ορισμός των επιχειρησιακών ορίων. Οι άμεσες εκπομπές (γνωστές ως Scope 1) αφορούν όσα παράγει η ίδια η εταιρεία, ενώ οι έμμεσες εκπομπές (Scope 2) συνδέονται με την ενέργεια που καταναλώνει. Υπάρχει όμως και το Scope 3, που περιλαμβάνει εκπομπές από ολόκληρη την αλυσίδα αξίας: μεταφορές, προμηθευτές, ταξίδια προσωπικού, ακόμη και διαχείριση αποβλήτων. Η καταγραφή αυτών των στοιχείων δεν είναι πάντα υποχρεωτική, αλλά όσες επιχειρήσεις την επιχειρούν κερδίζουν μια πιο πλήρη εικόνα του πραγματικού τους αποτυπώματος.
Κομβικής σημασίας είναι και η επιλογή έτους βάσης. Ένα πρόσφατο και αντιπροσωπευτικό έτος λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για όλες τις μελλοντικές μετρήσεις. Χωρίς αυτό, η πρόοδος προς τους στόχους μηδενικών εκπομπών κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην ασάφεια.
Στη συνέχεια, οι επιχειρήσεις καλούνται να εντοπίσουν με σαφήνεια τις πηγές εκπομπών. Η ορθή ταξινόμηση είναι απαραίτητη: ένα λάθος εδώ μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση και σε στρατηγική που χάνει τον στόχο της. Η ακρίβεια στην καταγραφή μεταφράζεται σε αξιοπιστία απέναντι σε ρυθμιστικές αρχές, επενδυτές και καταναλωτές.
Το τελευταίο βήμα είναι η συστηματική συλλογή δεδομένων. Από τις καταναλώσεις ενέργειας μέχρι τις επιμέρους δραστηριότητες που παράγουν εκπομπές, τα στοιχεία αυτά συνθέτουν την πλήρη εικόνα. Μέσα από την ανάλυσή τους προκύπτουν οι τάσεις, τα μοτίβα και, κυρίως, οι ευκαιρίες για ουσιαστικές μειώσεις.
Η λογιστική του άνθρακα μπορεί να μοιάζει γραφειοκρατική, στην πράξη όμως αποτελεί εργαλείο στρατηγικής αξίας. Οι επιχειρήσεις που την εφαρμόζουν σωστά δεν περιορίζονται στο να καλύψουν ρυθμιστικές υποχρεώσεις· κερδίζουν πλεονέκτημα, οργανώνουν μεθοδικά τη μετάβασή τους στη βιώσιμη ανάπτυξη και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους σε μια αγορά που πλέον απαιτεί διαφάνεια.