Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα shutdown. Στην πραγματικότητα, η ιστορία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος είναι γεμάτη από τέτοιες στιγμές, όπου η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας στο Κογκρέσο οδηγεί σε μερική παράλυση της κυβέρνησης. Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, το «κλείσιμο» του κράτους έχει συμβεί δεκάδες φορές, με διαφορετική διάρκεια και επιπτώσεις.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, μάλιστα, έχει το «ρεκόρ» της μεγαλύτερης διακοπής λειτουργίας – 35 ημερών το 2018–2019. Τότε, η αμερικανική οικονομία έχασε περίπου 11 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 3 δισ. δεν ανακτήθηκαν ποτέ, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
Το shutdown δεν ξάφνιασε ιδιαίτερα τις αγορές. Η Wall Street έδειξε ανθεκτικότητα, με μικρές μόνο απώλειες στα futures. Η εμπειρία δείχνει ότι οι αγορές συνήθως αντιμετωπίζουν τέτοιες εξελίξεις ως προσωρινές. Ακόμη και οι ανησυχίες του 2018 δεν είχαν τις ρίζες τους στο shutdown, αλλά στις αποφάσεις της Fed και στις εμπορικές εντάσεις.
Ωστόσο, πέρα από τις αγορές, υπάρχουν οι άνθρωποι. Χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι τίθενται σε διαθεσιμότητα, χωρίς μισθό όσο διαρκεί η διακοπή λειτουργίας, ενώ η χώρα χάνει πολύτιμη παραγωγικότητα. Ακόμη κι αν οι μισθοί καταβληθούν αναδρομικά, το σοκ στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων είναι υπαρκτό.
Το shutdown είναι, τελικά, μια υπενθύμιση της ιδιομορφίας του αμερικανικού συστήματος: μια θεσμική διαδικασία που έχει μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο. Αν και οι αγορές το βλέπουν ως «ρουτίνα», για τους πολίτες και την οικονομία δεν είναι ποτέ ανώδυνο. Και κάθε φορά που το σενάριο επαναλαμβάνεται, το ερώτημα μένει ανοιχτό: πόσο μπορεί μια μεγάλη δημοκρατία να συνηθίζει σε μια τόσο δαπανηρή «κανονικότητα»;