Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, έθεσε επί τάπητος τις στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής οικονομίας, επιβεβαιώνοντας τη μετάβαση σε μια φάση σταθερής, διατηρήσιμης ανάπτυξης. Οι δηλώσεις του κεντρικού τραπεζίτη επικεντρώθηκαν στην αγκυροβόληση της ανάπτυξης άνω του 2% για τα επόμενα έτη, αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Σχετικά με το προσωπικό του μέλλον, ο κ. Στουρνάρας έσπευσε να αποκλιμακώσει τη φημολογία περί ανανέωσης της θητείας του, τονίζοντας πως «η θητεία μου λήγει τον Ιούλιο του 2026, οπότε είναι νωρίς να μιλάμε για κάτι τέτοιο».
Η δήλωση αυτή μετατοπίζει την εστίαση από τα πρόσωπα στις πολιτικές, υπογραμμίζοντας ότι η εντολή του θεσμού είναι η εξειδίκευση της οικονομικής στρατηγικής σε μια «νέα εποχή» για τη χώρα. Στο τραπεζικό μέτωπο, ο Διοικητής αναφέρθηκε εκτενώς στο επίμαχο ζήτημα της ψαλίδας επιτοκίων (διαφοράς μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων). Ο ίδιος απέδωσε αυτή τη διαφορά στα λειτουργικά κόστη των τραπεζών, στις αναγκαίες προβλέψεις για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση, καθώς και στο βάρος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPLs), παρά τη σημαντική τους μείωση.
Ο κεντρικός τραπεζίτης υπέδειξε ότι «ένας ισχυρότερος ανταγωνισμός θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα», υπονοώντας την ανάγκη για μεγαλύτερη πίεση προς τα κάτω στα spreads. Απορρίπτοντας δε τα σενάρια για ενδεχόμενες συγχωνεύσεις, ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε τη θέση της ΤτΕ: «Θέλουμε περισσότερες τράπεζες, όχι λιγότερες». Η στρατηγική της εποπτικής αρχής παραμένει προσηλωμένη στην προώθηση της εξωστρέφειας και τη διασφάλιση ενός ανταγωνιστικού και ανθεκτικού τραπεζικού συστήματος που θα χρηματοδοτήσει την επόμενη φάση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.