Η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση: πώς θα συνδυάσει την πράσινη μετάβαση με τη βιωσιμότητα των επενδύσεων και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Παρά τη θετική ρητορική και τις αυξανόμενες πιέσεις για μείωση των εκπομπών, η πραγματικότητα δείχνει ότι τα «πράσινα» κίνητρα παραμένουν αποσπασματικά και ανεπαρκή.
Τα κτίρια ευθύνονται για περίπου το ένα τρίτο των παγκόσμιων εκπομπών CO₂, καθιστώντας τον κατασκευαστικό και κτηματομεσιτικό τομέα κρίσιμο για την επίτευξη των στόχων μηδενικού αποτυπώματος έως το 2050. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές και τα εργαλεία χρηματοδότησης –όπως τα λεγόμενα “green loans”– δεν φαίνεται ακόμη να προσφέρουν την ώθηση που απαιτείται. Οι εκπτώσεις επιτοκίων που συνοδεύουν αυτούς τους «πράσινους» δανεισμούς είναι συχνά μικρές, ενώ οι γραφειοκρατικές απαιτήσεις τους λειτουργούν αποτρεπτικά.
Στην πράξη, οι περισσότερες εμπορικές ιδιοκτησίες στη Βρετανία και την Ε.Ε. παραμένουν κάτω από τα πρότυπα ενεργειακής αποδοτικότητας, ενώ οι κανονισμοί που επιδιώκουν να αλλάξουν την εικόνα προχωρούν αργά. Η νέα οδηγία της Ε.Ε. για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, που στοχεύει σε πλήρως απανθρακοποιημένο κτιριακό απόθεμα μέχρι το 2050, θα πρέπει να ενσωματωθεί στα εθνικά δίκαια μέσα στο 2026. Ωστόσο, η απόσταση μεταξύ κανονισμών και εφαρμογής παραμένει μεγάλη.
Η αγορά δείχνει να κινείται περισσότερο από τη λογική της αξίας και της ανταγωνιστικότητας παρά από τις υποχρεώσεις. Μεγάλες εταιρείες real estate επενδύουν ήδη σε έργα που μειώνουν σχεδόν στο μηδέν την εξωτερική κατανάλωση ενέργειας, όχι επειδή υποχρεώνονται, αλλά επειδή αναγνωρίζουν το επιχειρηματικό πλεονέκτημα της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Η «πράσινη» μετάβαση στην αγορά ακινήτων δεν είναι απλώς περιβαλλοντικό πρόταγμα — είναι δοκιμασία ωριμότητας για ένα πεδίο οικονομικής δραστηριότητας που πρέπει να ορίσει ξανά τι σημαίνει αξία σε έναν κόσμο όπου η βιωσιμότητα δεν είναι πλέον επιλογή, αλλά προϋπόθεση για ανάπτυξη.