Τα ληξιπρόθεσμα χρέη των πολιτών και των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν εκτοξευθεί, φτάνοντας τα 162 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Πίσω από αυτό το ψυχρό νούμερο κρύβεται μια βαθιά πρόκληση που ξεπερνά τα δημοσιονομικά στοιχεία: το ζήτημα της κοινωνικής βιωσιμότητας. Η υπερχρέωση δεν αφορά μόνο τα ταμεία του κράτους, αφορά την καθημερινότητα εκατομμυρίων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που δυσκολεύονται να σταθούν όρθια και να επενδύσουν στο μέλλον τους.
Η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί υγιή θεμέλια: πρόσβαση σε δίκαιη φορολογία, σταθερό ασφαλιστικό σύστημα, αλλά και πολιτικές που στηρίζουν τους αδύναμους κρίκους. Όταν οι μικρές επιχειρήσεις βυθίζονται σε χρέη, περιορίζεται η καινοτομία, χάνονται θέσεις εργασίας και μειώνεται η κοινωνική ανθεκτικότητα. Παράλληλα, οι μεγάλες και χρόνιες οφειλές που παραμένουν ανεπίδεκτες είσπραξης δείχνουν την ανάγκη για ένα πιο αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης και μια οικονομία που δεν θα αφήνει κενά και αδιέξοδα.
Η βιωσιμότητα δεν είναι μόνο περιβαλλοντική υπόθεση, είναι και οικονομική και κοινωνική. Χωρίς δίκαιη κατανομή βαρών, χωρίς πολιτικές που προλαμβάνουν τη δημιουργία νέων χρεών και χωρίς στήριξη σε όσους θέλουν να επανενταχθούν παραγωγικά στην οικονομία, η ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη.
Η πρόκληση λοιπόν είναι διπλή: να διασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα και ταυτόχρονα να σχεδιαστεί ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν αφήνει πίσω του στρατιές χρεωμένων πολιτών. Γιατί μια οικονομία μπορεί να είναι πραγματικά βιώσιμη μόνο όταν στηρίζεται σε κοινωνίες ανθεκτικές, δίκαιες και συμμετοχικές.