Η ακρίβεια στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε καθημερινό βάσανο. Οι τιμές στην ενέργεια, στα τρόφιμα και στα ενοίκια ξεφεύγουν από κάθε λογική, φέρνοντας τη χώρα σε απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο μέσος πολίτης πληρώνει υπέρογκα ποσά για βασικές ανάγκες και βλέπει τη μισθοδοσία του να εξανεμίζεται μέσα στις πρώτες ημέρες του μήνα. Αυτή η κατάσταση δεν επηρεάζει μόνο την καθημερινότητα, αλλά υπονομεύει και τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα. Όταν το ρεύμα κοστίζει δυσβάσταχτα, οι πολίτες διστάζουν να επενδύσουν σε ενεργειακά αποδοτικές συσκευές ή σε πράσινες λύσεις, όπως φωτοβολταϊκά. Αντίστοιχα, όταν τα τρόφιμα παραμένουν ακριβά, η στροφή σε τοπικά, βιολογικά προϊόντα μοιάζει πολυτέλεια.
Η ακρίβεια χτυπά και την επιχειρηματικότητα. Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης, αναγκάζονται να παλεύουν απλώς για να καλύψουν τα λειτουργικά τους κόστη. Έτσι, η πράσινη μετάβαση καθυστερεί και η Ελλάδα χάνει έδαφος σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η λύση βρίσκεται σε στοχευμένες πολιτικές που μειώνουν το κόστος ζωής και ενισχύουν τη σύνδεση της κοινωνικής με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Η μείωση της ενεργειακής φτώχειας, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και η επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Η ακρίβεια και η βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν πρέπει να βρίσκονται σε αντίθετη πορεία. Μια κοινωνία που παλεύει για την επιβίωση δεν μπορεί να στραφεί εύκολα στην πράσινη ανάπτυξη. Αντίθετα, η πράσινη ανάπτυξη μπορεί να γίνει εργαλείο για να μειωθεί η ακρίβεια και να δημιουργηθεί ένα σταθερότερο μέλλον.