Περνάς από χωριά της ελληνικής υπαίθρου και η εικόνα είναι αμείλικτη. Τα πεζοδρόμια είναι άδεια, τα σπίτια κλειστά και τα καφενεία -κάποτε σημεία συνάντησης και ζωής- έχουν χαθεί. Σε πολλά χωριά δεν υπάρχει πια ούτε ένα καφενείο που να σε καλεί να καθίσεις, να πιείς έναν καφέ και να ακούσεις ιστορίες ζωής. Μόνο η σιωπή και η θλίψη του κενού υπάρχουν πλέον.
Η ερημοποίηση της υπαίθρου δεν είναι απλώς μια αισθητική παρατήρηση. Είναι κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο με βαθιές συνέπειες. Οι νέοι φεύγουν για τις πόλεις αναζητώντας δουλειά και ευκαιρίες, οι ηλικιωμένοι μένουν μόνοι και τα όποια γραφεία και υπηρεσίες υπολειτουργούν ή κλείνουν. Η κοινωνική ζωή συρρικνώνεται και τα χωριά χάνουν την ψυχή τους.
Το καφενείο δεν είναι απλώς ένα μέρος για καφέ. Ποτέ και πουθενά δεν ήταν μόνο αυτό. Είναι χώρος κοινωνικοποίησης, ζωντάνιας, ενημέρωσης και αλληλεγγύης. Όταν εξαφανίζεται, μαζί του χάνεται ένα κομμάτι του κοινοτικού ιστού και τα χωριά μετατρέπονται σε σιωπηλές ερημιές.
Κάθε πέρασμα από αυτά τα εγκαταλελειμμένα χωριά προκαλεί μια θλίψη που δεν εξηγείται μόνο με αριθμούς ή στατιστικά. Είναι η απουσία της ζωής, η απουσία του γέλιου, των φωνών και των συναντήσεων που κάποτε χαρακτήριζαν την ελληνική ύπαιθρο. Και όσο η τάση αυτή συνεχίζεται, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να φανταστεί κανείς μια αναζωογόνηση.
Η ύπαιθρος χρειάζεται επενδύσεις, πρωτοβουλίες για νέες θέσεις εργασίας και δημιουργικούς χώρους, αλλά κυρίως χρειάζεται ανθρώπους να ξαναγεμίσουν τα χωριά με ζωή. Μέχρι τότε, κάθε πέρασμα από αυτά τα χωριά είναι και μια υπενθύμιση ότι η ερημοποίηση δεν είναι απλώς χωρικό φαινόμενο. Είναι ένα κοινωνικό τραύμα που μας αφορά όλους.
