Περπατώντας κατά μήκος του High Line της Νέας Υόρκης, θα μπορούσε κανείς να νομίσει πως πρόκειται για έναν συνηθισμένο φθινοπωρινό περίπατο — τουρίστες με κινητά, selfies, ήχοι πόλης. Όμως εκεί, στο περιθώριο της καθημερινής ρουτίνας, εκτυλισσόταν μια υπόκωφη, αλλά φορτισμένη διαμαρτυρία. Νέοι κρατούν πλακάτ, ψιθυρίζουν συνθήματα, και τελικά σπάνε iPhones ως τελετουργικό σύμβολο αντίστασης.
Αυτό το σκηνικό δεν είναι απλώς μια θεατρική εκτόνωση θυμού, είναι μια φωνή που αμφισβητεί όσα θεωρούμε δεδομένα. Τι μαθαίνουμε — ή τι πρέπει να αναρωτηθούμε — μέσα από αυτή την «αντιτεχνολογία»;
Η τελετουργία του σπασίματος ως διαμαρτυρία
Οι συμμετέχοντες δεν περιορίστηκαν σε λόγους και ομιλίες. Στήσανε μια “ψευτο-δίκη” εναντίον της Apple, και ένας “εκτελεστής” χρησιμοποίησε πέτρα για να διαλύσει τα τεχνολογικά αντικείμενα — μια χειρονομία βίαιη, σχεδιασμένη να σοκάρει.
Αλλά η βία εδώ δεν είναι αμετάκλητη καταστροφή, είναι συμβολική. Είναι μια έκκληση: «Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι». Το σπάσιμο γίνεται μεταφορά της ρήξης: ρήξη με το αυτοματοποιημένο, το αλγοριθμικό, το χωρίς ερώτηση. Μια ρήξη που λέει «δεν είμαι πια ψηφιακό σύμβολο, είμαι άνθρωπος».
Η Γενιά που κληρονομεί το ψηφιακό βασίλειο κινείται προς αποσύνδεση
Αυτοί οι νέοι δεν είναι γραφικοί ακτιβιστές, είναι άνθρωποι που μεγάλωσαν μέσα σε οθόνες, εφαρμογές, ειδοποιήσεις — και αισθάνονται ότι έχασαν τον εαυτό τους. Μια συμμετέχουσα, η Eliana, λέει: «Πέρασα τόσα χρόνια κολλημένη στην οθόνη. Το βρίσκω εθιστικό και επικίνδυνο».
Η οργάνωση Appstinence, με μέλη που έχουν ήδη «σβήσει» τους λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης και χρησιμοποιούν απλά τηλέφωνα, προτείνει αργή αποσύνδεση, όχι άρνηση, αλλά επαναξιολόγηση της σχέσης μας με την τεχνολογία.
Αυτή η μεταστροφή μοιάζει με ωρίμανση: η στιγμή που η τεχνολογία παύει να είναι μόνο εργαλείο, και αρχίζει να διεκδικεί το πνεύμα μας.
Η αντίφαση της ανάγκης & η παγίδα της απολογίας
Σε αυτό το κίνημα υπάρχει ένας σαφής παραλογισμός: διαδηλώνεις ενάντια στην τεχνολογία, αλλά χρειάζεσαι μέσα επικοινωνίας για να σπείρεις το μήνυμα.
Και — ας μην το ξεχνάμε — η τεχνολογία δεν είναι μονοδιάστατα “κακό” ή “καλό”. Είναι το εργαλείο που ανεβάζει αλλά και παγιδεύει. Είναι η έξοδος και ο εγκλεισμός. Η πρόκληση δεν είναι να τη ρίξουμε στα τάρταρα, αλλά να μην επιτρέψουμε στην τεχνολογία να ρίξει εμάς.
Κριτικά ερωτήματα — πέρα από τα σπασίματα
-
Για ποιον λόγο;
Αν όλοι αρχίσουμε να σπάμε συσκευές, θα λύσουμε το πρόβλημα του εθισμού; Μήπως η αντι-τεχνολογία μοιάζει έτσι κι αλλιώς με ένα νέο είδος «θρησκείας» — αποκλείοντας ό,τι δεν της ταιριάζει; -
Ποιος έχει τη νομιμότητα να διαμαρτύρεται;
Αν το κίνημα παραμένει περιθωριακό, θα είναι απλώς μια αισθητική πράξη για όσους ήδη έχουν την επιλογή να αποσυνδεθούν — δηλαδή, όσοι έχουν τη δυνατότητα να μην εξαρτώνται. Για τους άλλους, η τεχνολογία δεν είναι επιλογή, είναι ανάγκη. -
Τι θα γίνει με τις «κρυφές συνέπειες»;
Η τεχνολογία μεταμορφώνει την εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία. Όταν ζητάμε λιγότερο “screen time”, πρέπει να θέτουμε τις ίδιες ερωτήσεις για ισότητα πρόσβασης και δικαιοσύνης στην ψηφιακή εποχή. -
Ποιος ο τελικός στόχος;
Η αποσύνδεση ως άρνηση ή ως επίγνωση; Είναι δυνατόν ένα κίνημα “ήπιας τεχνοφοβίας” — να πει: «Ναι, χρειάζομαι το smartphone, αλλά δεν του ανήκω»;
Συμπέρασμα: μια σχισμή στην καθημερινότητά μας
Αυτή η διαμαρτυρία δεν είναι ένα ακίνδυνο θέαμα — είναι πρόκληση. Είναι υπενθύμιση ότι μονάχα όταν ενοχλείς, όταν σκουντάς τα όρια, υπάρχει πιθανότητα να ξυπνήσει η συνείδηση.
Στη βάση της, δεν πρόκειται για πόλεμο εναντίον της τεχνολογίας. Πρόκειται για κρίση ταυτότητας: ποιοι είμαστε όταν δεν κοιτάζουμε συνεχώς την οθόνη; Πώς χάνεται — ή διατηρείται — η ανθρώπινη επαφή, ο λόγος, η σκέψη; Κλείνοντας, μια τελευταία φράση: αν δεν έσπασαν τα iPhones, θα έπρεπε να σπάσουμε τις αυταπάτες που τα κυβερνούν.