Η ταχύτητα με την οποία μεταβάλλονται οι διεθνείς ισορροπίες, τόσο γεωπολιτικά όσο και οικονομικά, σε συνδυασμό με τρεις μεγάλους μετασχηματισμούς —την ενεργειακή και περιβαλλοντική μετάβαση, τη κοινωνική και οικονομική αναδιάρθρωση, και την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης— καθιστά εμφανές ότι η παραδοσιακή πολιτική αντιπροσώπευση δεν επαρκεί. Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στην έλλειψη κατάλληλων πολιτικών απαντήσεων από τις υπάρχουσες δυνάμεις, αλλά στην απουσία ενός πολιτικού αφηγήματος που να μπορεί να συνδέει ουσιαστικά και συστηματικά αυτά τα κρίσιμα ζητήματα.
Αυτό το έλλειμμα γίνεται αισθητό σε κάθε επίπεδο. Οι πολίτες βλέπουν ότι οι υπάρχοντες πολιτικοί σχηματισμοί αντιμετωπίζουν κρίσιμα θέματα όπως η κλιματική κρίση, η κοινωνική ανισότητα και οι κίνδυνοι από την τεχνητή νοημοσύνη αποσπασματικά, ad hoc και χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική. Τα κοινοβούλια και τα κόμματα συχνά στερούνται την αναγκαία τεχνογνωσία για να μεταφράσουν σύνθετα δεδομένα σε πολιτική δράση, με αποτέλεσμα αποφάσεις που αφορούν την ΑΙ, τη βιώσιμη ανάπτυξη ή τη γεωπολιτική στρατηγική να λαμβάνονται υπό πίεση και χωρίς πλήρη κοινωνική συναίνεση.
Σε ελληνικό επίπεδο, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα εμφανής. Οι πολιτικές συζητήσεις για το κλίμα και την οικονομία αντιμετωπίζονται συχνά τμηματικά, με επιμέρους «πράσινα» μέτρα που δεν συνοδεύονται από κοινωνικό πλέγμα ασφαλείας. Η διάσπαση συμφερόντων και η αλληλοαναιρούμενη πίεση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων καθιστούν δύσκολη την υλοποίηση μιας συνεκτικής πολιτικής. Όταν η κοινωνία δεν ακούει προτάσεις που να συνδέουν τα μεγάλα ζητήματα, οι πολίτες αισθάνονται αποξενωμένοι από τις κρίσιμες αποφάσεις. Αποξενωμένοι τόσο οι ίδιοι όσο και η αντίληψη που έχουν ως μέρος αυτού του κόσμου, του οποίου αποτελούν μέρος, επηρεάζουν και πολύ περισσότερο επηρεάζονται.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν και έχουν δημιουργηθεί θεσμικά εργαλεία όπως το πλαίσιο για την ΑΙ και στρατηγικές για την τεχνολογική αυτονομία, παραμένει η ανάγκη για πολιτική εκπροσώπηση που να συνδέει τους πολίτες με τη λήψη αποφάσεων. Οι ευρωπαϊκές νομοθετικές προσπάθειες συχνά χάνουν αποτελεσματικότητα λόγω άνισης εφαρμογής στα κράτη μέλη ή έλλειψης κοινωνικής νομιμοποίησης. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι ρυθμίσεις χωρίς συμμετοχική βάση αντιμετωπίζουν αντίσταση, ενώ οι εκλογικές μετατοπίσεις συχνά ανατρέπουν τη συνέχεια σε κρίσιμα ζητήματα.
Οι συνέπειες αυτής της έλλειψης είναι σοβαρές. Υπάρχει κίνδυνος ανεπαρκούς ρύθμισης της τεχνητής νοημοσύνης, άνισης πράσινης μετάβασης που θα αυξήσει τις κοινωνικές ανισότητες, χαμένων ευκαιριών οικονομικής αναβάθμισης και γεωπολιτικής αυτονομίας, καθώς και αποδυνάμωσης της εμπιστοσύνης στις δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μερική ούτε τεχνική, απαιτεί συνδυασμό θεσμικών μεταρρυθμίσεων και πολιτικού ανασχεδιασμού.
Η εποχή που διανύουμε απαιτεί πολιτική ενσυναίσθηση και ικανότητα προβλεπτικής στρατηγικής, όχι μόνο διαχειριστική δεξιότητα. Το κενό αντιπροσώπευσης δεν είναι μόνο πολιτικό ή τεχνικό ζήτημα, είναι κρίσιμο για τη βιωσιμότητα, τη σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή της εποχής μας.