Η νέα τάση που έκανε πολλούς να νιώσουν… ξαφνικά μεγαλύτεροι
Κάθε Δεκέμβριο, το Spotify συνηθίζει να κρατά έναν καθρέφτη απέναντί μας: το Wrapped. Φέτος όμως πρόσθεσε κάτι νέο, κάτι που πυροδότησε χιλιάδες συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα: την «ηλικία ακρόασης», έναν δείκτη που αποκαλύπτει σε ποια χρονική εποχή ανήκει κυρίως η μουσική που ακούς. Και για πολλούς νέους κάτω των 40 ή και των 30, η αποκάλυψη ήταν σοκαριστική. Ξαφνικά, η γενιά του 1990 ανακάλυψε ότι μουσικά… ζει στη δεκαετία του ’70.
Πέρα από το χιούμορ και την αυτο-ειρωνεία, η νέα αυτή μέτρηση ανοίγει μια ενδιαφέρουσα ψυχολογική συζήτηση για το πώς η μουσική συνδέεται με τη μνήμη, την ταυτότητα και το συναίσθημά μας. Και, ακόμη κι αν δεν χρησιμοποιείς Spotify, η ιδέα προσφέρει πλούσιο υλικό για σκέψη.
Η πραγματική ηλικία και η μουσική ηλικία
Για δεκαετίες, οι ερευνητές της γήρανσης έχουν αναζητήσει τρόπους να μετρήσουν την ηλικία όχι με βάση το ημερολόγιο, αλλά με ψυχολογικά κριτήρια. Η υποκειμενική ηλικία —το πόσο νιώθεις ότι είσαι— έχει ενδιαφέρον, αλλά παραμένει ευάλωτη σε προσωπικές παραμέτρους. Η «ηλικία ακρόασης» όμως ανοίγει ένα νέο ενδεχόμενο: ίσως ο χρόνος που κουβαλάμε μέσα μας αποτυπώνεται καλύτερα στις μουσικές που επιλέγουμε.
Το ερώτημα είναι αν αυτός ο δείκτης μπορεί να μας πει κάτι για την προσωπική μας διαδρομή. Και η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στο πώς η μουσική γίνεται αποθήκη αναμνήσεων.
Η μουσική και το «άλμα ανάμνησης»
Στην ψυχολογία, το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «άλμα ανάμνησης» περιγράφει κάτι που, στην πραγματικότητα, όλοι λίγο-πολύ αναγνωρίζουμε μέσα μας: οι πιο ζωντανές και έντονες προσωπικές αναμνήσεις συγκεντρώνονται στην εφηβεία και στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης. Είναι η περίοδος των «πρώτων»: ο πρώτος έρωτας, η πρώτη κολλητή παρέα, η πρώτη συναυλία που μας συγκλόνισε και μας έκανε να νιώσουμε μέρος ενός μεγαλύτερου κόσμου. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η μουσική που συνοδεύει εκείνα τα χρόνια εντυπώνεται βαθύτερα και συχνά μετατρέπεται σε θεμέλιο της ταυτότητάς μας.
Γι’ αυτό και τόσοι 25άρηδες εξακολουθούν να αγαπούν τη μουσική που άκουγαν στα 15. Το «άλμα ανάμνησης» όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει μια πιο ασυνήθιστη τάση: πώς γίνεται κάποιοι 30άρηδες να εμφανίζουν μουσικές προτιμήσεις που παραπέμπουν σε ακροατές 65 ετών; Μια απόκλιση που φανερώνει ότι η σχέση μας με τη μουσική δεν καθορίζεται μόνο από την ηλικία μας, αλλά και από βαθύτερα βιώματα, πολιτισμικές επιρροές και ανάγκες που μας συνοδεύουν πολύ πέρα από τα χρόνια της νιότης.
Κληρονομώντας τις μουσικές άλλων
Η απάντηση βρίσκεται συχνά μέσα στο σπίτι. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι νεότερες γενιές τείνουν να αγαπούν μουσική και από τις δεκαετίες που σημάδεψαν τη ζωή των γονιών τους. Όχι γιατί τις έζησαν, αλλά γιατί τις άκουσαν στο background της δικής τους παιδικής ηλικίας: στο αυτοκίνητο, στα οικογενειακά πάρτι, στα πρωινά του Σαββάτου που καθάριζε ο πατέρας το αυτοκίνητο και έπαιζε «το αγαπημένο του playlist».
Πολλές φορές μάλιστα η αγάπη αυτή δεν είναι συνειδητή. Η μουσική λειτουργεί ως συναισθηματικός μεταφορέας, φέρνει ασφάλεια, ζεστασιά, οικειότητα. Αυτά τα συναισθήματα μπορεί να «μεγαλώσουν» την ακουστική μας ηλικία κατά δεκαετίες — και μάλλον αυτό δεν είναι καθόλου κακό.
Τι σημαίνει τελικά η διαφορά ανάμεσα σε εσένα και τη μουσική σου
Το χάσμα ανάμεσα στην πραγματική ηλικία και την ηλικία ακρόασης δεν είναι πρόβλημα προς επίλυση. Είναι μάλλον ένας μικρός χάρτης της εσωτερικής μας διαδρομής. Μια ένδειξη του τι μας συγκινεί, τι μας ηρεμεί, τι μας συνδέει με ανθρώπους που αγαπήσαμε ή χάσαμε.
Και ίσως αυτός να είναι ο πραγματικός λόγος που, ακόμη και στην εποχή των άπειρων νέων κυκλοφοριών, τα τραγούδια των προηγούμενων δεκαετιών αντέχουν. Γιατί τελικά, δεν τα ακούει απλώς το αυτί — τα ακούει η μνήμη.
