Ήταν στα τέλη του 2020 όταν μια ομάδα κορυφαίων διαχειριστών κεφαλαίων, που τότε εκπροσωπούσαν περίπου 9 τρισεκατομμύρια δολάρια, ανακοίνωσαν τη δημιουργία της πρωτοβουλίας Net Zero Asset Managers (NZAM). Ο στόχος τους ήταν φιλόδοξος: να στηρίξουν τη μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας σε μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050, καθοδηγώντας τις επενδύσεις προς πιο βιώσιμες κατευθύνσεις.
Μέσα σε λίγα χρόνια, η συμμαχία αυτή εξελίχθηκε ραγδαία. Περισσότεροι από 300 διαχειριστές κεφαλαίων προσχώρησαν, εκπροσωπώντας πάνω από 50 τρισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία. Η δέσμευση φαινόταν ισχυρή: καθορισμός ενδιάμεσων στόχων μείωσης εκπομπών, διαφάνεια στις επενδυτικές αποφάσεις και ενεργός πίεση προς τις εταιρείες για ουσιαστικές αλλαγές.
Όμως το τοπίο γρήγορα άλλαξε. Οι πολιτικές εντάσεις γύρω από τις «πράσινες επενδύσεις» και η άνοδος ενός αντι-περιβαλλοντικού ρεύματος, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκάλεσαν ισχυρές αναταράξεις. Οι μεγάλες εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πιέσεις: από τη μία, την ανάγκη να δείξουν υπευθυνότητα απέναντι στην κλιματική κρίση, από την άλλη, τις πολιτικές και νομικές αντιδράσεις που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα τέτοιων δεσμεύσεων.
Η αποχώρηση της BlackRock, του μεγαλύτερου επενδυτικού ομίλου παγκοσμίως, αποτέλεσε το σημείο καμπής. Η εταιρεία υποστήριξε ότι η συμμετοχή της στην πρωτοβουλία δημιούργησε παρεξηγήσεις και νομικές πιέσεις, αναγκάζοντάς την να αποσυρθεί. Λίγο αργότερα, η ίδια η NZAM ανακοίνωσε την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της, προκειμένου να αναθεωρήσει το πλαίσιο των δεσμεύσεών της.
Το 2025, η NZAM επανεμφανίστηκε με ένα ανανεωμένο πλαίσιο. Οι νέες αρχές δεν μιλούν πλέον ρητά για επίτευξη μηδενικών εκπομπών έως το 2050, αλλά δίνουν μεγαλύτερη ευελιξία στα μέλη να καθορίσουν δικούς τους στόχους, ανάλογα με τη χώρα και τις συνθήκες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Η στροφή αυτή αντικατοπτρίζει τη συνειδητοποίηση ότι η μετάβαση δεν μπορεί να είναι ενιαία για όλους — και ότι η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε επενδυτικούς, νομικούς και κοινωνικούς παράγοντες είναι πιο πολύπλοκη από ό,τι αρχικά φαινόταν.
Παρά τις δυσκολίες, το ενδιαφέρον για βιώσιμες επενδύσεις δεν έχει χαθεί. Αντίθετα, μετασχηματίζεται. Οι διαχειριστές κεφαλαίων στρέφονται πλέον σε πιο ρεαλιστικές και μετρήσιμες δράσεις, εστιάζοντας στη διαχείριση κινδύνων και στις ευκαιρίες που γεννά η ενεργειακή μετάβαση — μια αγορά που υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 60 τρισεκατομμύρια δολάρια τις επόμενες δεκαετίες.
Η κλιματική οικονομία δεν είναι πια μόνο ένα «περιβαλλοντικό ζήτημα», αλλά πεδίο επενδυτικής στρατηγικής και εταιρικής ευθύνης. Η πραγματική πρόκληση για τις αγορές δεν είναι να επιδείξουν πράσινες προθέσεις, αλλά να αποδείξουν με πράξεις ότι μπορούν να συνδυάσουν την ανάπτυξη με τη βιωσιμότητα. Και αυτό, ίσως, είναι το πιο δύσκολο στοίχημα του αιώνα.
 
															 
					
 
			 
		 
		 
		 
		 
		