Η αδυναμία των πολιτών να μετακινηθούν με αξιοπρέπεια και προσιτό κόστος δεν είναι απλώς ένα ζήτημα υποδομών. Είναι καθημερινή πραγματικότητα, που επηρεάζει χιλιάδες ανθρώπους, από τα μεγάλα αστικά κέντρα έως τα πιο απομακρυσμένα νησιά και ορεινές κοινότητες. Η έλλειψη πρόσβασης σε αξιόπιστα μέσα μεταφοράς, είτε λόγω υψηλού κόστους είτε λόγω ανεπαρκούς δικτύου, δημιουργεί έναν αόρατο κοινωνικό αποκλεισμό, που περιορίζει την πρόσβαση στην εργασία, την εκπαίδευση και την υγεία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και προγραμματίζει από το 2026 τη διάθεση περίπου 86,7 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω του Social Climate Fund, με στόχο την αντιμετώπιση της ενεργειακής και μεταφορικής φτώχειας. Παρά τα μεγάλα λόγια όμως, η απόσταση μεταξύ σχεδίου και πράξης παραμένει τεράστια.
Η Ελλάδα έχει υποβάλει το δικό της σχέδιο, το οποίο προβλέπει παρεμβάσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ενίσχυση των υποδομών και πιθανή εφαρμογή ενός «κοινωνικού leasing» για ηλεκτρικά οχήματα. Στην πράξη, όμως, η έγκριση αυτού του τελευταίου μέτρου μοιάζει απίθανη. Οι Βρυξέλλες γνωρίζουν πως αν η Ελλάδα πάρει το πράσινο φως, οι υπόλοιπες χώρες της Ένωσης θα ζητήσουν αμέσως το ίδιο, εκτοξεύοντας το κόστος του προγράμματος σε δυσθεώρητα ύψη. Έτσι, οι αναφορές της Κομισιόν παραμένουν γενικόλογες και επιφυλακτικές.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα προσπαθεί να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να καλύψει ελλείμματα δεκαετιών. Η ανανέωση του στόλου των λεωφορείων, η αύξηση της συχνότητας των δρομολογίων και η ενίσχυση των υποδομών σταθερής τροχιάς είναι μόνο μερικά από τα μέτρα που προτείνονται. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο τεχνικό ή οικονομικό. Η πραγματικότητα των γερασμένων ΙΧ και φορτηγών, και η ανεπαρκής πρόσβαση σε μέσα μεταφοράς κάνουν τη «μεταφορική φτώχεια» ένα από τα πιο ορατά σύμβολα κοινωνικής ανισότητας.
Οι όροι «δίκαιη μετάβαση» και «πράσινη κινητικότητα» ακούγονται καλά στα χαρτιά, αλλά για τον πολίτη, παραμένουν κενές φράσεις. Μέχρι οι ευρωπαϊκές πολιτικές να γίνουν συγκεκριμένες και τα εθνικά σχέδια να αποκτήσουν σαφή χρονοδιάγραμμα, η καθημερινότητα των πολιτών δεν πρόκειται να αλλάξει. Και αυτό είναι το πιο σκληρό πρόσωπο της κοινωνικής ανισότητας: η αδυναμία να φτάσει κανείς εκεί που πρέπει, όχι επειδή δεν το θέλει, αλλά επειδή το σύστημα τον αφήνει απέξω.