Δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης χρέους, η Ελλάδα φαίνεται να έχει αφήσει πίσω της μια δύσκολη εποχή. Το δημόσιο χρέος, που για χρόνια λειτουργούσε ως βαρόμετρο της οικονομικής αστάθειας, υποχωρεί πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009. Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145,4% του ΑΕΠ, ενώ το 2026 προβλέπεται περαιτέρω πτώση στο 137,6%.
Η εικόνα αυτή δείχνει μια σταθερή βελτίωση, αν σκεφτεί κανείς ότι το 2020, εν μέσω πανδημίας, το ποσοστό είχε φτάσει στο 210%. Ωστόσο, η πορεία αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο ανάπτυξης· στηρίζεται σε έναν συνδυασμό συγκυριών, πλεονασμάτων και περιορισμένων δαπανών που επιτρέπουν τη δημοσιονομική ανάσα, αλλά και δημιουργούν ερωτήματα για τη βιωσιμότητα αυτής της ισορροπίας μακροπρόθεσμα.
Η κυβέρνηση προβάλλει τη μείωση του χρέους ως ένδειξη αξιοπιστίας και επαναφοράς στην κανονικότητα των αγορών — άλλωστε, η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και έχει προχωρήσει σε πρόωρη αποπληρωμή δανείων του ΔΝΤ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η πραγματική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνιες παθογένειες: χαμηλή παραγωγικότητα, ασθενή βιομηχανική βάση και έντονη εξάρτηση από την κατανάλωση και τον τουρισμό.
Η εικόνα της «υποδειγματικής» δημοσιονομικής επίδοσης αποκτά ακόμη πιο ενδιαφέρον πλαίσιο αν συγκριθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ενώ η Ελλάδα εμφανίζει πλεόνασμα, χώρες όπως η Γαλλία βλέπουν τα δημόσια οικονομικά τους να πιέζονται, αντιστρέφοντας προσωρινά τους ρόλους του παρελθόντος. Ωστόσο, η δημοσιονομική σταθερότητα από μόνη της δεν εγγυάται ανάπτυξη – ούτε απαραίτητα κοινωνική ευημερία.
Η μείωση του χρέους είναι, αναμφίβολα, μια θετική εξέλιξη. Όμως το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι μόνο να πέφτουν οι δείκτες, αλλά να διαμορφώνεται ένα παραγωγικό μοντέλο που μπορεί να στηρίξει τη χώρα σε βάθος χρόνου. Γιατί, αν κάτι δίδαξε η δεκαετία των μνημονίων, είναι πως οι αριθμοί από μόνοι τους δεν αρκούν.